Στη δεκαετία του 1990, μια μεγάλη αλυσίδα λιανικής πώλησης ήθελε να κατανοήσει καλύτερα τη συμπεριφορά των πελατών και να βελτιστοποιήσει τη διάταξη των καταστημάτων της. Ανέλυσε τα δεδομένα των πωλήσεών της, ελπίζοντας να ανακαλύψει μοτίβα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε στρατηγικές βελτιώσεις. Κατά τη διάρκεια αυτής της ανάλυσης, έκανε μια ενδιαφέρουσα ανακάλυψη: υπήρχε ισχυρή συσχέτιση μεταξύ δύο φαινομενικά ετερόκλητων αγαθών: της μπίρας και των βρεφικών πανών.
Αρχικά, αυτή η συσχέτιση φαινόταν αινιγματική. Η μπίρα και οι πάνες δεν συνδέονται συνήθως μεταξύ τους και η σύνδεσή τους δεν ήταν αμέσως προφανής. Ωστόσο, μετά από περαιτέρω έρευνα και ανάλυση, η εταιρεία έδωσε μια πειστική εξήγηση.
Εξέτασαν τις αγοραστικές συνήθειες των πελατών τους και εντόπισαν μια συγκεκριμένη δημογραφική ομάδα που ήταν υπεύθυνη για αυτή τη συσχέτιση: τους νεαρούς πατεράδες. Αυτοί, επιστρέφοντας από τη δουλειά κάθε Παρασκευή φαίνεται ότι ήταν επιφορτισμένοι με την αγορά βρεφικής πάνας. Δεδομένων των απαιτήσεων της γονικής μέριμνας, αναζητούσαν μια μικρή επιβράβευση ή απόλαυση για τον εαυτό τους. Ως εκ τούτου, συχνά αγόραζαν μαζί και ένα πακέτο μπίρες.
Οπλισμένη με αυτά τα νέα δεδομένα, η εταιρεία αναγνώρισε μια σημαντική επιχειρηματική ευκαιρία. Τοποθέτησε στρατηγικά τα δύο προϊόντα κοντά το ένα στο άλλο μέσα στα καταστήματά της, κάνοντας πιο εύκολη την αναζήτηση και την αγορά τους.
Αυτή η στρατηγική αλλαγή στη διάταξη του καταστήματος είχε εντυπωσιακά αποτελέσματα. Ο λιανοπωλητής παρατήρησε μια σημαντική αύξηση στις πωλήσεις τόσο της μπίρας όσο και των πανών.
Το συγκεκριμένο case study, αν και αγγίζει τα όρια του αστικού μύθου, αποτέλεσε κλασικό παράδειγμα για το πώς η ανάλυση/εξόρυξη δεδομένων (data mining) μπορεί να αποκαλύψει απροσδόκητα μοτίβα και να καθοδηγήσει στρατηγικές αποφάσεις. Επίσης, ανέδειξε την αξία της κατανόησης της συμπεριφοράς των πελατών και της προσαρμογής της διάταξης των καταστημάτων με στόχο τη βελτιστοποίηση των πωλήσεων και τη βελτίωση της συνολικής εμπειρίας αγορών.