«Ανοίξαμε και σας περιμένουμε», αναγράφει συνήθως η ταμπέλα ή η ρεκλάμα για ένα μαγαζί που μόλις άνοιξε. Η αλήθεια είναι ότι κάπως έτσι λειτουργεί και ο ελληνικός τουρισμός. Τώρα που ανοίξαμε, απλώς περιμένουμε να έρθουν οι πελάτες. Μήπως όμως είναι καλύτερα να βγούμε εμείς οι ίδιοι για να τους βρούμε, αντί να περιμένουμε να μας έρθουν; Μήπως πρέπει εμείς οι ίδιοι να τους διεκδικήσουμε από τους ανταγωνιστές, εγχώριους και μη;
Μιλώντας με διάφορα στελέχη του τουρισμού ανά τη χώρα, είναι κοινή πεποίθηση ότι η χρονιά δεν εξελίσσεται όπως την περιμέναμε, καθώς αρκετοί προορισμοί είναι κάτω συγκριτικά με πέρυσι (σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, αυτή τη στιγμή η Μύκονος είναι -25% σε σχέση με το 2023, που επίσης ήταν πτωτικό).
Μια φίλη, που είναι μέσα στα πράγματα, μου έλεγε ότι στην Σαντορίνη ρίχνουν τις τιμές μέχρι και 50% για να γεμίσουν τον Ιούλιο. Αλλά και από άλλους προορισμούς, η κατάσταση δεν είναι καλή, με τους επαγγελματίες να ποντάρουν σε έναν «δυνατό» Αύγουστο για να ρεφάρουν ό,τι μπορούν.
Αρκετοί προσπαθούν να εξηγήσουν αυτή την πτώση ρίχνοντας το φτέξιμο στην κλιματική αλλαγή, στα υψηλά κόστη μεταφοράς-μετακίνησης (που ''αποδυναμώνει'' περαιτέρω τον εσωτερικό τουρισμό), στις χαμηλές τιμές των ανταγωνιστών (βλ. Αλβανία), στην αρνητική δημοσιότητα (π.χ. θάνατοι τουριστών, υπερτουρισμός, περιστατικά αισχροκέρδειας), στις ''τσιμπημένες'' τιμές μας (πλέον, για να είμαστε ειλικρινείς, οι περισσότεροι προορισμοί δεν προσφέρουν καλό value-for-money).
Διαβάστε ακόμα: Η Ελλάδα έπαψε να παρέχει value-for-money τουρισμό {alertInfo}
Πράγματι, οι περισσότεροι από αυτούς τους παράγοντες όντως συνέβαλαν αρνητικά στη μέχρι τώρα πορεία του τουρισμού στη χώρα μας. Όμως αυτή είναι η μισή αλήθεια, διότι η άλλη μισή έχει να κάνει με τις χρόνιες παθογένειές μας.
Πόσοι, αλήθεια, επαγγελματίες έχουν δημιουργήσει ένα αξιόπιστο site με μια επίσης αξιόπιστη μηχανή κρατήσεων (αρκετοί, ακόμα και σήμερα, είναι δέσμιοι της Booking ή των T.O.); πόσοι έχουν επενδύσει σε ποιοτικές φωτογραφίες και βίντεο; πόσοι απαντούν στις κριτικές (ή τουλάχιστον τις παίρνουν σοβαρά, προκειμένου να βελτιωθούν); πόσοι αξιοποιούν τα social media (μιλάμε για την ανάρτηση ποιοτικού περιεχομένου, την αλληλοεπίδραση με τους χρήστες, καθώς και τη χρήση στοχευμένων διαφημίσεων) ή το email marketing; πόσοι επένδυσαν στην ανάπτυξη του προσωπικού τους (ή στην επιμόρφωση των ιδίων); πόσοι έχουν υιοθετήσει βιώσιμες πρακτικές; πόσοι έχουν συνεργαστεί με ανταγωνιστές για να πείσουν το δήμο/νομαρχία να προχωρήσει σε υποδομές, να καθαρίσει την πόλη ή τις παραλίες (η φωτό είναι από πολύ γνωστή παραλία της Λευκάδας – προσφιλής πρακτική, να κρύβουμε τα προβλήματα κάτω από το χαλάκι), να φτιάξει site, να δραστηριοποιηθεί στα social, να επενδύσει στο branding/marketing/user generated content ή να συμμετάσχει σε εκθέσεις του εξωτερικού; Οι ερωτήσεις είναι όλες ρητορικές…
Ο τουρισμός μας ήταν ανέκαθεν στον αυτόματο. Το «ανοίξαμε και σας περιμένουμε» πέθανε… Απαιτείται αλλαγή στρατηγικής. Ο ανταγωνισμός από το εξωτερικό έχει οξυνθεί. Απαιτείται να φτιάξουμε τα "του οίκου μας" (και δεν αναφέρομαι μόνο στις εγκαταστάσεις του ξενοδοχείου ή εστιατορίου) και να βγούμε έξω, στην αγορά, αξιοποιώντας αρκετά από τα εργαλεία που μόλις αναφέρθηκαν.
Τώρα, λοιπόν, που οι συγκύριες είναι αρνητικές, όλοι αναρωτιούνται τι πάει στραβά. Καλό είναι να κοιτάξουν στον καθρέπτη…
P.S.
Και σίγουρα η κατακόρυφη πτώση των τιμών, για τις κρατήσεις τελευταίας στιγμής, δεν είναι η λύση – εκτός βέβαια και αν οι τιμές δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματικότητα.
Οπως λύση δεν συνιστά να γεμίσουμε κάθε γωνιά της χώρας με ξενοδοχεία ή Airbnb. Είναι χαζοί στην Κοπεγχάγη που απαγόρευσαν την ανέγερση νέων καταλυμάτων;