Χάρη στο προϊόν που ανακάλυψε, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, έχτισε μια αμύθητη περιουσία. Αρχικά, βέβαια το προϊόν του, η ονομασία του οποίου προέρχεται από μια γερμανική και μια ελληνική λέξη (ανήκει στην κατηγορία των brands που χαρακτηρίζονται generic), δεν γνώρισε την επιτυχία που ονειρευόταν ο εφευρέτης του.
Τα δείγματα που έστειλε σε καταστήματα έμειναν αδιάθετα, με τις παραγγελίες να βαλτώνουν. Αναγκάστηκε να ανέβει στο αγαπημένο του γαϊδουράκι και να µοιράζει δωρεάν δείγµατα σε διάφορα σηµεία της Νέας Υόρκης – διενεργώντας μάλιστα την πρώτη μαζική δειγματοληψία (περίπου μισό εκατομμύριο τεμάχια).
Λίγα χρόνια μετά, το νέο είχε αρχίσει να διαδίδεται, με τους καταναλωτές να πηγαίνουν στα καταστήματα και να εκλιπαρούν τους ιδιοκτήτες τους -που μέχρι τότε ήταν επιφυλακτικοί- να παραγγείλουν (η επιτομή του pull marketing). Ύστερα από έξι µήνες, ο αμερικάνος εφευρέτης είχε µετατρέψει δώδεκα φορτωµένα άλογα σε διανοµείς σε όλη τη χώρα. Η απογείωση είχε έρθει…
Είναι χαρακτηριστικό ότι τη δεκαετία του 1870 πωλείτο ένα τεμάχιο ανά λεπτό, με τον πάμπλουτο πλέον εφευρέτη του να μην το αποχωρίζεται ούτε μέρα – έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα. Το είχε μάλιστα εντάξει στο πρωινό του.