Το ποιοτικό και παραδοσιακό φαγητό φθάνει ή μήπως όχι;

Το ''Ξωτικό'' υπήρξε ένα συμπαθητικό, μικρό μπιστρό στην Τήνο. Αυτό που το διαφοροποίησε από τα υπόλοιπα καταστήματα της εστίασης ήταν η έμφαση στη χρήση τοπικών πρώτων υλών, για τη δημιουργία τοπικών και όχι μόνο, συνταγών, σε λογικές πάντα τιμές. Συν τοις άλλοις ήταν ένα μαγαζί που, πέρα από τις καλές κριτικές, ήταν απολύτως σύννομο, κόβοντας πάντα αποδείξεις. 

Παρά τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα, το ''Ξωτικό'' με τη δημιουργική ελληνική του κουζίνα αποδείχθηκε θνησιγενές καθώς ο σύντομος βίος του κράτησε μόλις τέσσερα καλοκαίρια. Η ιδιοκτήτρια του, που δεν ήθελε να κάνει εκπτώσεις στο παρεχόμενο προϊόν/υπηρεσία, αναγκάστηκε να ρίξει πρόωρα τίτλους τέλους. 

Τι έφταιξε;

Γιατί όμως ένα μαγαζί που αναδεικνύει την πραγματική ελληνική κουζίνα και κινείται σύμφωνα με τις επιταγές της βιωσιμότητας, δεν κατάφερε να επιβιώσει;

Γιατί οι παραδοσιακοί ντολμάδες, τα ντοματίνια και οι άγριες αγκινάρες από την ενδοχώρα (σ.σ. το μπιστρό δεν χρησιμοποιούσε υλικά που δεν ήταν στην εποχή τους – για παράδειγμα, δεν σέρβιρε ντοματοσαλάτα το χειμώνα), αλλά και το φιλέτο από το φημισμένο τηνιακό μοσχαράκι δεν κατάφεραν, ως πιάτα, να κάνουν τη διαφορά; 

Η αλήθεια είναι ότι ακόμα και σήμερα η εστίαση λειτουργεί στον αυτόματο, χωρίς κανέναν έλεγχο από το κράτος. Ως εκ τούτου, ένα μαγαζάκι που σέβεται τον εαυτό του (και φυσικά την πελατεία του) μειονεκτεί συγκριτικά με τον ανταγωνισμό, που δεν κόβει αποδείξεις, που δεν τηρεί τα υγειονομικά πρότυπα και το οποίο φυσικά προβάλλεται ως παραδοσιακό, ως ένα μαγαζί που σερβίρει ελληνική κουζίνα.

Και φυσικά δεν φταίει μόνο η πολιτεία. Οι ίδιοι οι καταναλωτές έχουν σημαντικό μερίδιο ευθύνης καθώς επιβραβεύουν το «δήθεν», αυτόν που πουλάει πιο φθηνά, ανήμποροι να αντιληφθούν τι εστί ποιοτικό προϊόν. Και στο κάδρο μπαίνουν κυρίως οι Ελληνες, ντόπιοι και τουρίστες, οι οποίοι από την αρχή γύρισαν την πλάτη στο εξεζητημένο μπιστρό. 

Δεν είναι τυχαίο ότι οι πελάτες του ήταν κατά 80% ξένοι (οι οποίοι δυστυχώς, στην εποχή της βραχυχρόνιας μίσθωσης, δεν τρώνε έξω συχνά και σίγουρα δεν επισκέπτονται το νησί πέρα από δύο μήνες το καλοκαίρι). Και να σκεφτεί κανείς ότι το Ξωτικό απευθυνόταν στη μεσαία τάξη.

Ισως, τέλος, το ''Ξωτικό'' να είχε καλύτερη τύχη αν είχε εντρυφήσει λίγο περισσότερο στο μάρκετινγκ. Ζούμε, καλώς ή κακώς, στην εποχή των social media, του Instagram, των reviews, του storytelling. Ακόμα και αν δεν μας αρέσει, ακόμα και αν εναντιώνεται στις αρχές μας, οφείλουμε να προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα. 

Με 6-7 αναρτήσεις μέσα στο καλοκαίρι, χωρίς επιμελημένες φωτογραφίες πιάτων, χωρίς βίντεο (όπου θα αναπτύσσουμε τη φιλοσοφία μας, το ανταγωνιστικό μας πλεονέκτημα), με μόλις 20 κριτικές στο Tripadvisor και χωρίς ιστοσελίδα, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι, ακόμα και αν διαθέτουμε ένα άρτιο προϊόν, δεν θα πάμε μακριά. Ισως κάποιες συνεργασίες με ξενοδοχεία του νησιού ή τους ιδιοκτήτες καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης (αλλά και μια επαναπροσέγγιση των ντόπιων), να βοηθούσαν. Κρίμα...

Πηγή: με πληροφορίες από την ''Καθημερινή''


Νεότερη Παλαιότερη
Protopapadakis-biblia