Τα κορν φλέικς, το πιο δηµοφιλές δηµητριακό για πρωινό στον κόσµο, παρασκευάστηκαν το 1894 ως τροφή για τους ασθενείς ενός πολυτελούς κέντρου υγείας που διακήρυττε τη χορτοφαγία, την προσευχή και την άσκηση. Στο υπόγειο αυτού του σανατορίου, ο Ουίλ Κέλλογκ παρασκεύασε τις πρώτες νιφάδες δηµητριακών από µουχλιασµένο σιτάρι, µια εφεύρεση όµως που θα είχε το τίµηµά της, αφού θα τον έφερνε σε ρήξη µε το µεγαλύτερο αδερφό του.
Γιος κατασκευαστή σκουπών, ο Ουίλ ήταν πάντα στη σκιά του µεγαλύτερου και εξυπνότερου αδερφού, Τζον Κέλλογκ, διάσηµου χειρούργου και συγγραφέα ιατρικών βιβλίων. Ντροπαλός, κατηφής, µε λίγους φίλους και χωρίς κανένα ιδιαίτερο ταλέντο, προφανώς θα κατέληγε ως υπαλληλάκος σε κάποια από τις δουλειές που περιστασιακά έκανε. Τελικά, το 1880 απασχολήθηκε στο σανατόριο, όπου υπεύθυνος ήταν ο κατά οχτώ χρόνια µεγαλύτερος αδερφός του.
Εκεί εργαζόταν 15 ώρες την ηµέρα, επτά µέρες την εβδοµάδα, όντας το παιδί για όλες τις δουλειές, κρατούσε τα βιβλία, έδινε παραγγελίες για προµήθειες, εκτελούσε χρέη θυρωρού κ.ά. Για επτά χρόνια δεν πήρε αύξηση ή άδεια για να ξεκουραστεί, ενώ λέγεται ότι µία από τις δουλειές του ήταν να ξυρίζει τον αδερφό του και να του γυαλίζει τα παπούτσια.
«Αισθάνοµαι λίγο άσχηµα. Φοβάµαι πως όπως πάνε τα πράγµατα θα µείνω για πάντα φτωχός», είχε γράψει το 1884 στο ηµερολόγιο του ο 24χρονος Ουίλ, ο οποίος έπαιρνε µόλις 87 δολάρια το µήνα από τον αδερφό του. Τελικά, ο φόβος του δεν επιβεβαιώθηκε, αφού αργότερα θα επεδείκνυε ένα σπάνιο επιχειρηµατικό ταλέντο που κάποια στιγµή θα τον αντάμοιβε.
Ο Ουίλ βοηθούσε τον Τζον στην έρευνα που έκανε για να αναπτύξει ένα θρεπτικό, γευστικό και εύπεπτο υποκατάστατο του ψωµιού, χρησιµοποιώντας βραστό σιτάρι. Πίστευε ότι η διατροφή ήταν αρκετά σηµαντική για την επίτευξη ενός υγιεινού τρόπου ζωής και θεωρούσε ότι το πρωινό ήταν το πιο σηµαντικό γεύµα της ηµέρας.
Το 1894, σε ένα από τα πειράµατά του, ξέχασε λίγο βρασµένο σιτάρι έξω, το οποίο «στέγνωσε» από την έκθεσή του στον αέρα. Το επόµενο πρωί, όταν το πέρασε µέσα από τους κυλίνδρους, παρατήρησε ότι οι κόκκοι σιταριού είχαν φουσκώσει και είχαν γίνει τραγανιστές νιφάδες, αντί της συνηθισµένης επίπεδης ζύµης.
Ο Ουίλ έπεισε τον αδερφό του να µην τα πετάξει και να σερβίρει πειραματικά το νέο έδεσμα στους ασθενείς, οι οποίοι ενθουσιάστηκαν. Οι επισκέπτες που τα δοκίµασαν, καθώς και οι ασθενείς που τελείωναν τη θεραπεία τους, άρχισαν να επικοινωνούν γραπτώς ζητώντας προµήθειες. Ο µικρός άδραξε την ευκαιρία και παρά την αντίθεση του Τζον (ο οποίος, ωστόσο, έσπευσε να το κατοχυρώσει στο όνοµά του, αφού υποστήριξε ότι τα είχε δει στο όνειρό του), άρχισε να παρασκευάζει τις νιφάδες δηµητριακών στο χέρι, στον αχυρώνα πίσω από το σανατόριο. Μετά τις περνούσε µέσα από τους ειδικά σχεδιασµένους για να αλέθουν το σιτάρι κυλίνδρους τους οποίους διατηρούσε ψυχρούς µε ένα κοµµάτι πάγου, τις έψηνε σε έναν φορητό φούρνο και αφού τις συσκεύαζε, τις πουλούσε σε πρώην ασθενείς.
Σ’ ένα από τα πειράµατά του µε άλλα δηµητριακά, παρασκεύασε νιφάδες από καλαµπόκι (corn flakes), οι οποίες σύντοµα έγιναν ανάρπαστες. Ο Τζον, ωστόσο, δεν συµµεριζόταν τον ενθουσιασµό του µικρού αδερφού διατηρώντας σοβαρές επιφυλάξεις όσον αφορά την προσθήκη ζάχαρης ή αλατιού στα δηµητριακά, πρακτική αντίθετη στις αρχές και τη φιλοσοφία του σανατορίου.
Το 1900, ο Ουίλ, παρά την αντίθετη γνώµη του αδερφού του, ανέγειρε ένα σύγχρονο εργοστάσιο και άρχισε την παραγωγή των κορν φλέικς, τα οποία έφεραν το όνοµά του. Τα δύο αδέρφια ήρθαν τελικά σε οριστική σύγκρουση το 1906, αφού ο Τζον δεν ενδιαφερόταν να εκµεταλλευτεί εµπορικά το νέο προϊόν, πόσω µάλλον να δει το όνοµά του πάνω στη συσκευασία.
Αν και είχαν ήδη εµφανιστεί 42 ανταγωνιστές (ο σοβαρότερος εξ αυτών ήταν ένας πρώην ασθενής τους), ο Ουίλ, που για πρώτη φορά ήταν το αφεντικό, είχε καταφέρει χάρη στις ιδιοφυείς κινήσεις του να βρίσκεται ένα βήµα µπροστά από όλους. Τύπωνε πάνω στη συσκευασία µε έντονα κόκκινα χρώµατα, τα εξής: «Προσέξτε τις αποµιµήσεις. Γνήσια είναι µόνο αυτά που φέρουν την υπογραφή του Κέλλογκ», ενώ άρχισε να προσφέρει δωρεάν δείγµατα στις νοικοκυρές που έκλειναν το µάτι στον µπακάλη τους.
Εξάλλου, σε µία πανάκριβη ολοσέλιδη διαφήµιση σε γυναικείο περιοδικό, τόνιζε: «Το 90% από εσάς δεν µπορεί να βρει αυτή τη µάρκα στα καταστήµατα, γι’ αυτό λοιπόν πιέστε τους καταστηµατάρχες να την προµηθευτούν». Αυτή η ενέργεια είχε ως αποτέλεσμα οι πωλήσεις να εκτοξευθούν από τα 33 τεμάχια την ημέρα στα 2.900. Μόνο το 1911 δαπάνησε ένα εκατομμύριο δολάρια για διαφήμιση, δημιουργώντας μάλιστα την μεγαλύτερη πινακίδα στον κόσμο στην Time’s Square της Νέας Υόρκης.
Ωστόσο, το επιχειρηματικό δαιμόνο του μικρού Κέλλογκ δεν περιορίστηκε μόνο σε ευφάνταστες πρακτικές προώθησης. Το 1930, όταν η Αμερική μαστιζόταν από την κρίση, μείωσε τις ώρες στις τρεις βάρδιες στα τρία εργοστάσιά του και καθιέρωσε μία ακόμη βάρδια, δίνοντας τη δυνατότητα σε ακόμη περισσότερα άτομα για να εργαστούν. «Θα επενδύσω τα χρήματά μου στους ανθρώπους», δήλωσε την ίδια χρονιά, όταν ίδρυσε το φερώνυμο φιλανθρωπικό ίδρυμα. Ηταν μάλιστα από τους πρώτους που ανέγραφε πάνω στη συσκευασία τα θρεπτικά συστατικά και τις συνταγές δημητριακών, αναγνωρίζοντας με αυτόν τον τρόπο το δικαίωμα στη γνώση του καταναλωτή.
Ο Ουίλ Κέλλογκ πέθανε πάµπλουτος, αν και σχεδόν τυφλός, το 1951, αφού προηγουµένως είχε επιδοθεί σε αµέτρητες φιλανθρωπίες και συνεισφορές σε ιδρύµατα, όµως δεν κέρδισε ποτέ το σεβασµό του αδερφού του. Τα δύο αδέρφια, µετά το 1906, παρέµειναν δύο εχθροί, ενώ για 10 χρόνια «σέρνονταν» στα δικαστήρια –στην αποκαλούµενη «δίκη για τα πίτουρα»– για τη χρήση του ονόµατος. Τελικά, το 1943, ο 91χρονος Τζον έγραψε λίγο πριν πεθάνει ένα γράµµα όπου αναγνώριζε ότι συχνά ήταν άδικος µε τον αδερφό του, το οποίο όµως δεν το µεταβίβασαν ποτέ στον σχεδόν τυφλό Ουίλ, παρά µόνο όταν βρισκόταν στο νεκροκρέβατό του. «Θεέ µου, γιατί δεν µου το είπε κάποιος πιο πριν», ήταν οι τελευταίες του κουβέντες.
Πηγή: Γνωστά Ονόματα Αγνωστες Ιστορίες 1 (εκδ. Σταμούλη)