Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν γίνει ο νούμερο ένα τρόπος ανάπτυξης κάθε επιχείρησης ή μάρκας. Οι επιχειρήσεις αξιοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να περάσουν το μήνυμά τους σε ένα ευρύ κοινό. Κάπου εδώ λοιπόν στο κάδρο μπαίνουν και οι influencers, οι οποίοι μέχρι πριν λίγο καιρό βρέθηκαν στο απόγειο της δόξας τους.
Ωστόσο δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι τα τελευταία χρόνια η "χρηματιστηριακή τους αξία" βαίνει μειούμενη, καθώς οι εταιρείες αντιλαμβάνονται ότι συχνά η συνεργασία με έναν influencer δεν έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα (οι influencers πληρώνονται για την κάθε ανάρτηση, με τις τιμές να ξεκινούν από τα 100 ευρώ και να φθάνουν τις μερικές δεκάδες χιλιάδες για τα μεγάλα ονόματα). Ως εκ τούτου, όλο και περισσότερες επιχειρήσεις στρέφονται στους ambassadors, που δεν έχουν έρθει για να κάνουν απλώς μια καλή "μπάζα", αλλά για να μας βοηθήσουν.
Πλέον οι επιχειρήσεις πρέπει να γίνουν πιο ευρηματικές προκειμένου να έχει αξία το κάθε ευρώ που ξοδεύουν για την προβολή τους. Ως εκ τούτου έχουν αρχίσει να εστιάζουν στην "ποιότητα" (ambassadors) παρά στην "ποσότητα" (influencers). Και η αλήθεια είναι ότι τις περισσότερες φορές η "ποιότητα" είναι αυτή που μεταφράζεται σε πωλήσεις, καθώς το μήνυμα θεωρείται πιο αυθεντικό και λιγότερο επιτηδευμένο. Συν τοις άλλοις, συχνά η "ποσότητα" (σε followers, likes, comments) έχει "χειραγωγηθεί" (βλ. fake).
Γι’ αυτούς τους λόγους όλο και περισσότερες εταιρείες επιδιώκουν long term συνεργασίες με ambassadors παρά αποσπασματικές συνεργασίες με influencers.
Ο brand ambassador δεν είναι απαραίτητο ότι είναι ένας celebrity (διασημότητα). Μπορεί απλώς να είναι μια αυθεντία στο χώρο του (π.χ. ένας δερματολόγος, διαιτολόγος ή αθλητής), ο οποίος αγαπά τη μάρκα μας και θα λειτουργεί τρόπον τινά ως εκπρόσωπος Τύπου.
Διαβάστε ακόμα: Influencer marketing. Πότε μπορεί να είναι επικερδής για ένα ξενοδοχείο;