Αν η ενεργητικότητα, η δίψα για διάκριση, η υποµονή και η επιµονή είναι τα βασικά συστατικά της επιτυχίας, τότε ο ιδρυτής των KFC τα είχε όλα. Ήταν το 1956, όταν ο 66χρονος πια Χάρλαντ Σάντερς, σε μια ηλικία όπου άλλοι θα είχαν αποσυρθεί, άρχισε µια νέα καριέρα, η οποία, σε αντίθεση µε ό,τι είχε επιχειρήσει µέχρι τότε, αποδείχθηκε προσοδοφόρα και θα καθιστούσε το πρόσωπό του ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα στην ιστορία του επιχειρείν.
Γόνος φτωχής αγροτικής οικογένειας από την Ιντιάνα, ο Σάντερς βίωσε από µικρός τη σκληρή πλευρά της ζωής. Στα πέντε του έµεινε ορφανός από πατέρα, στα εφτά µαγείρευε για τα αδέρφια του, στα 11 εργαζόταν σε φάρµα για δύο μόλις δολάρια το µήνα, ενώ στα 12 ο πατριός του τον πέταξε έξω από το σπίτι.
Έτσι λοιπόν αρχίζει η περιπλάνηση του φτωχού νεαρού, ο οποίος θα απασχοληθεί σε διάφορες φάρµες, στο σιδηρόδροµο, σε ασφαλιστική εταιρεία, σε πλοίο, σε εταιρεία παραγωγής φωταερίου και ως πωλητής. Είχε φθάσει τα 40 χρόνια, όταν διαπίστωσε ότι δεν άντεχε άλλο να δουλεύει για άλλους και πήρε την απόφαση να γίνει ο ίδιος αφεντικό του εαυτού του. Η απαρχή θα γίνει λίγο µετά το Κραχ του 1929, όταν η Shell παραχώρησε στον Σάντερς τη διεύθυνση βενζινάδικου στο Κεντάκι.
Αν και η εποχή δεν ήταν η καλύτερη, ο Σάντερς τα κατάφερε µια χαρά χάρη κυρίως στην απαράμιλλη εξυπηρέτηση που προσέφερε. Έπλενε τα τζάµια των αυτοκινήτων, γέµιζε το ψυγείο τους, ενώ έλεγχε και την πίεση των ελαστικών για να δει αν χρειάζονταν αέρα, ακόµα και σε όσους απλώς σταµατούσαν για να ρωτήσουν κάτι.
Σε µια προσπάθεια να αυξήσει το πενιχρό του εισόδηµα, άρχισε να μαγειρεύει σπιτικά, πρόχειρα φαγητά. Το πρώτο του «εστιατόριο» ήταν ένα µικρό δωµάτιο δίπλα από το βενζινάδικο, µε ένα τραπέζι και έξι καρέκλες. Αργότερα, άνοιξε ακριβώς απέναντι ένα κανονικό εστιατόριο χωρητικότητας 142 ατόμων, όπου άρχισε να παρασκευάζει φαγητά µε κοτόπουλο, χοιροµέρι, λαχανικά και µπισκότα, µε συνταγές που είχε µάθει από τη µητέρα του.
Διαβάστε ακόμη KFC. Μια διαχείριση κρίσεων για Οσκαρ...
Σιγά σιγά το νέο εστιατόριο έγινε γνωστό για το καλό φαγητό, τη σπιτική ατµόσφαιρα και το πεντακάθαρο περιβάλλον. Το πλέον δηµοφιλές έδεσµα ήταν το τηγανητό κοτόπουλο, που βασιζόταν σε σπιτική συνταγή 11 χορταρικών και καρυκευµάτων, την οποία ο Σάντερς βελτίωνε συνεχώς. Το πρόβληµά του, όµως, ήταν ο χρόνος, καθώς το συγκεκριµένο πιάτο απαιτούσε µισή ώρα για να προετοιµαστεί, κάτι που δυσαρεστούσε όσους επισκέπτες βιάζονταν.
Εκείνη την εποχή, όµως, παρουσιάστηκε στην αγορά ένα νέο προϊόν που ετοίµαζε το φαγητό σε λίγα µόλις λεπτά, η χύτρα, την οποία ο Σάντερς έσπευσε να προµηθευτεί αµέσως. Μετά από πολλά πειράµατα, κατάφερε να βελτιώσει τη γεύση του κοτόπουλου και να περιορίσει το χρόνο προετοιµασίας στα οκτώ λεπτά. Το νέο πιάτο ονοµάστηκε Kentucky Fried Chicken και σύντοµα έγινε δηµοφιλές σε όλη την πολιτεία του Κεντάκι, σε σηµείο που ο κυβερνήτης του έδωσε το 1936 τον τίτλο του «συνταγµατάρχη», ως αναγνώριση για τη συνεισφορά του στην κουζίνα του Κεντάκι, τον οποίο δεν απαρνήθηκε στην υπόλοιπη ζωή του.
Διαβάστε ακόμη Η ιστορία της μπότας UGG
Όµως, οι καλές µέρες έµελλε να τελειώσουν. Το 1939, µετά από φωτιά, ο «συνταγµατάρχης» κατάφερε και ξαναέστησε το εστιατόριο ενώ πρόσθεσε ένα πολυτελές µοτέλ, όπου ο ίδιος καλωσόριζε τους επισκέπτες. Όµως, στη δεκαετία του 1950 ανακοινώθηκε ότι θα κατασκευαζόταν κοντά ένας άλλος σύγχρονος αυτοκινητόδροµος, κάτι που ουσιαστικά καταδίκαζε σε παρακµή την επιχείρηση του Σάντερς, ο οποίος µη έχοντας άλλη ευκαιρία την πούλησε σε τιµή ευκαιρίας, µόλις 75.000 δολάρια. Με τα χρήµατα αυτά αποπλήρωσε τα υπέρογκα δάνεια που χρωστούσε και «βρέθηκε στο δρόµο» εισπράττοντας µόνο το επίδοµα ανεργίας των 105 δολαρίων.
Όµως, ο 66χρονος, πια, Σάντερς δεν το έβαλε κάτω και άρχισε να περιοδεύει στα εστιατόρια µαζί µε ό,τι πολυτιµότερο είχε: την αγαπηµένη του χύτρα, τη µυστική συνταγή και ένα δοχείο 20 κιλών γεµάτο µε καρυκεύµατα. Σε κάθε εστιατόριο, ο «συνταγµατάρχης» προσφερόταν να µαγειρέψει για τον ιδιοκτήτη και τους υπαλλήλους του. Αν τους άρεσε το φαγητό, τότε πρότεινε να τους πουλήσει τα καρυκεύµατα και να τους δείξει πώς παρασκευάζεται το κοτόπουλο. Ως αντάλλαγµα θα έπαιρνε τέσσερα σεντ για κάθε πιάτο που πωλείτο, συµφωνία που επισφραγιζόταν αποκλειστικά και µόνο µε χειραψία.
Το εγχείρηµα πέτυχε και µέχρι το 1964 είχε συνεργαστεί με 600 τουλάχιστον εστιατόρια µε τζίρο 36 εκατ. δολάρια ετησίως. Την ίδια χρονιά ο ασπροµάλλης Σάντερς, πάντα ντυµένος στα άσπρα για να δικαιολογήσει τον τίτλο του, πούλησε την επιχείρησή του σε ομάδα επενδυτών για δύο εκατ. δολάρια, µε την προϋπόθεση να παραµείνει επί των επάλξεων ως εκπρόσωπός της στα ΜΜΕ.
Το 1991, τα Kentucky Fried Chicken, που µετονοµάστηκαν σε KFC όταν στο µενού προστέθηκαν και άλλα πιάτα πέρα από το κοτόπουλο -το οποίο προωθήθηκε ως υποκατάστατο του burger- αλλά και για να µην υπερτονίζεται ο ανθυγιεινός όρος «fried» (τηγανητό), που δεν σύναδε με την τάση για υγιεινή διατροφή, πωλήθηκαν σε άλλη επιχείρηση έναντι 275 εκατ. δολαρίων.
Ο «συνταγµατάρχης Σάντερς» µε το σπινθηροβόλο βλέµµα, που το 1974 ψηφίστηκε ως η δεύτερη αναγνωρίσιµη προσωπικότητα παγκοσµίως, συνέχισε να περιοδεύει στα εστιατόρια της αλυσίδας που είχε ιδρύσει (υπολογίστηκε ότι κάθε χρόνο κάλυπτε απόσταση γύρω στα 200.000 χιλιόµετρα) µέχρι το 1980, όταν χτυπήθηκε από λευχαιµία και πέθανε. Για τέσσερις μέρες όλες οι σημαίες της πολιτείας του Κεντάκι κυμάτιζαν μεσίστιες. Ωστόσο, το χαµογελαστό του πρόσωπο, εξακολουθεί να µας «συντροφεύει» μέχρι και σήμερα καθώς κοσμεί το λογότυπο της KFC, στα 19.000 καταστήματα της οποίας συρρέουν σε καθημερινή βάση 12 εκατομμύρια πελάτες.