Στη δεκαετία του 1960, ένας επιτυχηµένος Ιταλός κατασκευαστής τρακτέρ αποφάσισε να κατασκευάσει σπορ αυτοκίνητα για να εκδικηθεί την κακοµεταχείριση που είχε από τη Ferrari. Ο κύριος αυτός δεν είχε καµία εµπειρία στο χώρο της αυτοκίνησης, όµως προσλαµβάνοντας τους καλύτερους µηχανικούς και σχεδιαστές, κατάφερε να κατασκευάσει αυτοκίνητα που θα άφηναν εποχή.
Ο Φερούτσιο Λαµποργκίνι γεννήθηκε το 1916 σε ένα χωριό κοντά στη Μπολόνια της Ιταλίας. Οι γονείς του ήταν αγρότες, όµως ο µικρός δεν επέδειξε την ίδια αγάπη για τη φύση, αφού ενδιαφέρονταν περισσότερο για οτιδήποτε είχε να κάνει µε τεχνολογία και µηχανές, γι’ αυτό ακριβώς το λόγο σπούδασε σε τεχνικό σχολείο. Κατά τη διάρκεια του Β´ Παγκοσµίου Πολέµου υπηρέτησε στη Ρόδο ως υπεύθυνος για τη συντήρηση στρατιωτικών οχηµάτων, µία ενασχόληση που θα του απέβαινε ιδιαίτερα χρήσιµη.
Μετά τον πόλεµο, ο Λαµποργκίνι επέστρεψε στο χωριό του, όπου αντιλήφθηκε ότι υπήρχε µεγάλη ζήτηση για τρακτέρ, τα οποία εκείνη την εποχή ήταν δυσεύρετα. Σύντοµα κατασκεύασε ένα τρακτέρ από παλιοσίδερα, το οποίο αποδείχτηκε τόσο ανθεκτικό που όλοι οι συγχωριανοί του ήθελαν από ένα. Έτσι, λοιπόν, αγόρασε µερικά βρετανικά στρατιωτικά οχήµατα, που είχαν ξεµείνει στην Ιταλία από τον πόλεµο, τα διέλυσε και άρχισε να κατασκευάζει τρακτέρ, µικρά στην αρχή και µεγαλύτερα αργότερα.
Διαβάστε ακόμη Η ιστορία πίσω από το "αλογάκι" της Ferrari
Προκειµένου να αποδείξει την ανωτερότητα των τρακτέρ του, προκαλούσε σε µονοµαχία τους άλλους ντόπιους κατασκευαστές, όπου συνήθως κέρδιζε. Το 1949 άνοιξε εργοστάσιο και σε λίγα µόλις χρόνια κατάφερε να γίνει ο µεγαλύτερος κατασκευαστής τρακτέρ σε όλη την Ιταλία, ενώ το 1960 επεκτάθηκε στην παραγωγή καυστήρων και κλιµατιστικών, µία επίσης επιτυχηµένη ενασχόληση, που τον κατέστησε από τους πιο εύπορους Ιταλούς.
Ο Λαµποργκίνι είχε πάθος µε τα ελικόπτερα και τα γρήγορα αυτοκίνητα. Δυστυχώς, η ιταλική κυβέρνηση δεν του χορήγησε άδεια να κατασκευάσει ελικόπτερα, και έτσι έµελλε να τον κερδίσει η αυτοκινητοβιοµηχανία. Ανάµεσα στα αυτοκίνητα που είχε στην κατοχή του ήταν µία Ferrari, µία Μercedes και µία Jaguar. Εικάζεται ότι η Ferrari του παρουσίαζε προβλήµατα µε τον συμπλέκτη, αναγκάζοντας τον να πάει στο εργοστάσιο και να παραπονεθεί. Εκεί του είπαν –ίσως και ο ίδιος ο Φερράρι– ότι ήταν «εσύ κοίτα τα τρακτέρ σου και άσε εμένα να ασχοληθώ με τα αυτοκίνητα». Τότε, φανερά ενοχληµένος, αποφάσισε να δημιουργήσει το δικό του αυτοκίνητο, το οποίο θα ήταν εφάµιλλο της Φερράρι.
Δεν γνωρίζουµε αν η παραπάνω ιστορία είναι αληθινή ή αν διαθέτει κάποια δόση υπερβολής, αλλά το σίγουρο είναι ότι το 1963, µε την παρουσίαση στην Έκθεση του Τορίνου του 350GTV (εικάζεται ότι το πρωτότυπο διέθετε, ελλείψει χρόνου, ένα κοφίνι µε κεραµίδια αντί µηχανής) ο Λαµποργκίνι ίδρυσε την Automobili Lamborghini SpΑ, σε ένα σύγχρονο εργοστάσιο, λίγα µόλις χιλιόµετρα από αυτό της Ferrari. Φρόντισε µάλιστα να προσλάβει τους καλύτερους µηχανικούς, µερικοί από τους οποίους δούλευαν στη Ferrari, και τους καλύτερους οδηγούς αυτοκινήτων για να δοκιµάζουν τα νέα µοντέλα.
Το πρώτο µοντέλο, ωστόσο, απέτυχε παταγωδώς, µε αποτέλεσµα να κατασκευαστεί µόλις ένα αυτοκίνητο. Αυτό δεν πτόησε τον Ιταλό κατασκευαστή τρακτέρ, που επανήλθε τον επόµενο χρόνο µε ένα βελτιωµένο µοντέλο, το 350 GT, που αποδείχθηκε εφάµιλλο, αν όχι καλύτερο, των Ferrari. Η αρχή είχε µόλις γίνει και σύντοµα όλος ο κόσµος θα µάθαινε για την Lamborghini, την κατασκευάστρια πανάκριβων εξωτικών σπορ αυτοκινήτων.
Αν και οι µηχανικοί του τον πίεζαν να κατασκευάσει ένα αγωνιστικό αυτοκίνητο, ο Λαµποργκίνι προτίµησε τα σπορ αυτοκίνητα. Ως σήµα επιλέχθηκε ο ταύρος (το οποίο βέβαια προϋπήρχε από τότε που κατασκεύαζε τρακτέρ), το ζώδιο του ιδρυτή που ήταν λάτρης των ταυροµαχιών, µε το κεφάλι χαµηλωµένο, έτοιµος για επίθεση.
Ο Λαµποργκίνι επιθυµούσε κάτι πιο δυνατό από το αλογάκι της Ferrari, ενώ και τα ονόµατα των περισσοτέρων μεταγενέστερων µοντέλων, όπως Miura, Murcielago και Gallardo, σχετίζονταν µε διάσηµους ταύρους από τις ταυροµαχίες.
Τα πράγµατα πήγαιναν καλά για τη νεοσύστατη αυτοκινητοβιοµηχανία µέχρι τη δεκαετία του ’70, όταν χάθηκε µια µεγάλη παραγγελία για τρακτέρ στη Νότια Αφρική, αναγκάζοντας τον Ιταλό εκατοµµυριούχο να πουλήσει την επιχείρησή του. Όµως, η κατάσταση στον τοµέα των αυτοκινήτων δεν ήταν καλύτερη και αυτό είχε ως συνέπεια ο Λαµποργκίνι να πουλήσει το µερίδιό του και να αποσυρθεί οριστικά το 1974.
Τα επόµενα χρόνια ήταν αρκετά επώδυνα για την Lamborghini, καθώς χάθηκε µια επικείμενη συνεργασία µε την BMW, ενώ την ίδια στιγµή επενδύθηκαν τεράστια ποσά σε ένα µοντέλο που απέτυχε παταγωδώς. Στη δεκαετία του ’80, η ιταλική αυτοκινητοβιοµηχανία φλέρταρε µε τη χρεοκοπία, όµως επιβίωσε χάρη στην αποφασιστικότητα των υπαλλήλων της και τη συµπαράσταση µεσαζόντων και πελατών. Τελικά εξαγοράστηκε, αρχικά από την Chrysler, από έναν ινδονησιακό όµιλο αργότερα, και τέλος, από την Audi.
Ο Φερούτσιο Λαµποργκίνι µετά την απόσυρσή του ασχολήθηκε µε το κρασί – σήµερα η εταιρεία του, την οποία διαχειρίζεται η κόρη του, είναι από τις µεγαλύτερες στην Ιταλία στην παραγωγή οίνου. Εμεινε γνωστός για την απλότητά του, αφού χαρακτηριστικό ήταν πως συνήθιζε να σερβίρει ο ίδιος τσάι στους δημοσιογράφους όταν συνεντευξιαζόταν στην περιοχή της Περούτζια όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ο άνθρωπος που έβαλε σαν πείσµα να κατασκευάσει ένα άψογο, σπορ αυτοκίνητο πέθανε το 1993, σε ηλικία 77 ετών.
Πηγή: Γνωστά Ονόματα, Αγνωστες Ιστορίες 1 (εκδ. Σταμούλη)