Ο οίκος Prada, δημιούργημα των Μιούτσια Πράντα και Πατρίτσιο Μπερτέλι, που ταυτίστηκε με την κομψότητα και το στιλ, ενέπνευσε ακόμη και το Χόλιγουντ, το οποίο το 2006 έβγαλε την ταινία «The devil wears Prada» (Ο διάβολος φοράει Prada), βασισμένη στην άκρως επιτυχημένη ομώνυμη νουβέλα του 2003 που περιέγραφε τη δύσκολη σχέση μιας νέας γραμματέως με το απαιτητικό αφεντικό της, την εκδότρια του περιοδικού Vogue.
Μολονότι η εταιρεία Prada δεν φαίνεται να είχε καμία ανάμειξη με την ταινία, η οποία απέσπασε θετικές κριτικές και είχε πωλήσεις που έφθασαν τα 350 εκατ. δολάρια, ωστόσο, ευνοήθηκε τα μέγιστα από αυτήν, καθώς ενισχύθηκε περαιτέρω η δημοτικότητά της, ιδιαίτερα σε χώρες όπου η παρουσία της μέχρι τότε ήταν ισχνή.
Γυρίζουμε το χρόνο πίσω, στα 1913, όταν ο Μάριο Πράντα μαζί
με τον αδερφό του Μαρτίνο, γόνοι εύπορης οικογένειας, άνοιξαν στην καρδιά του
Μιλάνου ένα κατάστημα με πολυτελή ταξιδιωτικά είδη. Τα δύο αδέρφια στήνουν το
κατάστημά τους Fratelli Prada στα πρότυπα μιας αριστοκρατικής εγγλέζικης
βιβλιοθήκης, με ξύλινο πάτωμα, λεπτομέρειες από παλαιωμένο χαλκό και
δερματόδετα βιβλία.
Ο Μάριο Πράντα πίστευε ότι το ασθενές φίλο δεν πρέπει να
ασχολείται με τις επιχειρήσεις, γι’ αυτό και κράτησε όλες τις γυναίκες της
οικογένειας μακριά. Για κακή του τύχη, όμως, ο γιος του δεν επέδειξε κανένα
ενδιαφέρον για την οικογενειακή επιχείρηση, οπότε το 1958 «επιστρατεύτηκε» η
κόρη του, Λουίζα, που έμελλε να αναλάβει τις τύχες της επιχείρησης για τα
επόμενα 20 χρόνια.
Την Λουίζα Πράντα διαδέχθηκε το 1978 η 29χρονη κόρη της,
Μιούτσια, μια καλλιεργημένη, φεμινίστρια και αριστερών πεποιθήσεων γυναίκα, η
οποία, ένα μόλις χρόνο μετά, έφερε την επιχείρηση στο χείλος της καταστροφής.
Για καλή της τύχη, η γνωριμία της, που μετέπειτα κατέληξε σε γάμο, με τον
οξυδερκή επιχειρηματία δερμάτινων ειδών Πατρίτσιο Μπερτέλι, όχι μόνο θα
επανέφερε την εταιρεία της στην κερδοφορία, αλλά θα την καθιέρωνε ως έναν από
τους πιο σημαίνοντες οίκους μόδας.
Η γνωριμία της Μιούτσια Πράντα με τον Πατρίτσιο Μπερτέλι έγινε το 1977 σε μία έκθεση, όταν τον «συνέλαβε» να πουλάει φθηνές απομιμήσεις των δικών της ταξιδιωτικών ειδών που κοσμούσαν τη βιτρίνα του καταστήματός της. Μολονότι αρχικά τον βρήκε αλαζόνα και ειρωνικό, εν τέλει τον ερωτεύτηκε, αποκτώντας συνοδοιπόρο στη ζωή αλλά και στην επιχείρηση. Ουσιαστικά συμπλήρωνε ο ένας τον άλλο, καθώς αυτός ανέλαβε το επιχειρηματικό κομμάτι, ενώ εκείνη εξασφάλισε στον εαυτό της περισσότερο χρόνο για να ασχοληθεί με τη δημιουργική πλευρά.
Η Πράντα ακολούθησε τις συμβουλές του Μπερτέλι, που της είχε προτείνει να διακόψει την εισαγωγή αγαθών από την Βρετανία και να εμπλουτίσει τις αποσκευές που ήδη διέθετε. Ήταν μια γυναίκα με εξαιρετικό γούστο, η οποία θα μεγαλουργούσε δίπλα σε έναν άνδρα με έντονο επιχειρηματικό δαιμόνιο.
Το πρώτο της προϊόν ήταν το 1980 το περίφημο νάιλον
σακίδιο, το οποίο -φινιρισμένο με δέρμα και με την προσθήκη μαύρου, ανθεκτικού
στρατιωτικού νάιλον- δημιούργησε μία πρωτοποριακή γυναικεία τσάντα-σακίδιο.
Αρχικά απέφευγε να χρησιμοποιήσει κάποιο διακριτό σήμα πάνω στο σακίδιο,
αργότερα όμως υπέκυψε στις επιταγές του branding και χρησιμοποίησε το τριγωνικό
διακριτικό σήμα Fratelli Prada του Μάριο Πράντα, «διανθισμένο» με τη χρονολογία
1913, έτος ίδρυσης της επιχείρησης.
Μολονότι η υψηλή τιμή της (450 δολάρια, αν και πολύ φθηνότερη συγκριτικά με άλλες επώνυμες τσάντες) και η απουσία διαφήμισης, αποτέλεσαν αναχώματα στην αρχή, το προϊόν «απογειώθηκε» χάρη στην αρωγή των fashion editors των μεγάλων περιοδικών μόδας, στους οποίους εστάλη ως χριστουγεννιάτικο δώρο.
Η τσάντα-σακίδιο, που καθιέρωσε τον οίκο στο διεθνές
στερέωμα, ήταν μόνο η αρχή, καθώς σύντομα ανοίγονται καταστήματα στο Μιλάνο, τη
Νέα Υόρκη, το Παρίσι, τη Μαδρίτη και τη Φλωρεντία. Η εταιρεία επεκτείνεται στα
γυναικεία υποδήματα, ενώ από το 1988 εγκαινιάζεται –κατόπιν έντονων πιέσεων του
Μπερτέλι- η πρώτη συλλογή γυναικείων pret-a-porter, που εισήγαγε κομψές, λιτές
γραμμές, πολυτελή υφάσματα και βασικά χρώματα, και η οποία απέκτησε φανατικό
κοινό ανάμεσα στις εργαζόμενες γυναίκες της εποχής που οραματίζονταν την
ανέλιξή τους.
Το 1992 η ιταλική εταιρεία απευθύνεται σε νεαρότερο κοινό,
στα «κακά κορίτσια που δεν έχουν ιδιαίτερο γούστο», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε
η Μιούτσια Πράντα, λανσάροντας μια πιο προσιτή σειρά, τη συλλογή Miu Miu, από
το παρατσούκλι της ιδίας. Τη δεκαετία αυτή τα προϊόντα της θα τοποθετηθούν στα
μεγάλα αμερικάνικα πολυκαταστήματα, σηματοδοτώντας το άνοιγμα στην αμερικάνικη
αλλά και την ασιατική αγορά.
Άνοιγμα γίνεται και προς τον ανδρικό πληθυσμό με το
επιτυχημένο λανσάρισμα, το 1994, ανδρικής σειράς, ενώ την ίδια δεκαετία η
εταιρεία θα αποκτήσει πλειοψηφικά ποσοστά σε διάφορους ανταγωνιστικούς οίκους.
Ωστόσο, η κάμψη που παρατηρήθηκε μετά την τρομοκρατική επίθεση της 11ης
Σεπτεμβρίου, σε συνδυασμό με τη διόγκωση των υποχρεώσεων του ομίλου, θα
αναγκάσουν την Fratelli Prada να πουλήσει πίσω αυτά τα μερίδια.
Σήμερα, ο όμιλος, ο οποίος αναμένεται σύντομα να περάσει
στα χέρια των δύο γιων της Μιούτσια Πράντα και του Πατρίτσιο Μπερτέλι, Λορέντζο
και Τζούλιο -οι οποίοι για χρόνια εντρύφησαν στο ρόλο των «ανιχνευτών τάσεων»-
παρουσιάζει, ένεκα της εκρηκτικής ανάπτυξης της ασιατικής αγοράς (όπου, σύμφωνα
με τα πλάνα, τα επόμενα χρόνια θα ανοίγουν 30 νέα καταστήματα το χρόνο), κέρδη
που προσεγγίζουν το ένα δισ. ευρώ.