Κάποτε απλώς ταξιδεύαμε για να θαυμάσουμε τις ομορφιές ενός προορισμού. Πλέον, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ο στόχος ενός ταξιδιού είναι η αποτύπωση αυτών των μοναδικών στιγμών, μέσω της φωτογράφισης, και ο διαμοιρασμός τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Εξάλλου, σχεδόν όλοι σήμερα ήμαστε φωτογράφοι (μόνο το 2017 τραβήχτηκαν 1,2 τρις. ψηφιακές φωτογραφίες).
Σήμερα (εξαιρείται το φετινό καλοκαίρι) αυτό που οι ειδικοί αποκαλούν «Instagram effect»
έχει αλλοιώσει την εικόνα πολλών τουριστικών προορισμών, από την Ισλανδία μέχρι
τη Νέα Ζηλανδία και από το Machu Picchu μέχρι τη Σαντορίνη, οι οποίοι αμφότεροι
αντιμετωπίζουν, τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που ενέσκηψε η πανδημία, μια κρίση
υπερτουρισμού (overtourism).
Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι οι άνθρωποι ταξιδεύουν περισσότερο
συγκριτικά με 10 χρόνια πριν – πλέον χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία
«ανακαλύπτουν τον κόσμο». Την ίδια στιγμή, η αύξηση του βιοτικού επιπέδου
και η καθιέρωση των low-cost αεροπορικών
εταιρειών -καθώς και η έλευση της Airbnb- έχουν καταστήσει προσιτά τα ταξίδια.
Συν τοις άλλοις, οι υπέρμαχοι του Instagram διατείνονται ότι οι προορισμοί
αυτοί ήταν ήδη κορεσμένοι, πριν ακόμη εδραιωθούν τα social media.
Όμως, από αυτή την ανάλυση δεν πρέπει να αγνοήσουμε τις
ορδές τουριστών που συρρέουν σε συγκεκριμένα σημεία που φημίζονται για τη
«φωτογένειά» τους, συχνά παρασυρόμενοι από ελκυστικές φωτογραφίες που
ανεβάζουν οι instagrammers και οι travel bloggers (το 42% των millennials
δηλώνει ότι έχει αγοράσει κάτι που πρότεινε ένας influencer), για να τραβήξουν
την τέλεια φωτογραφία (συχνά περιμένοντας καρτερικά στην ουρά μέχρι να έρθει η
σειρά τους), την αψεγάδιαστη selfie (ενίοτε με τη βοήθεια της τεχνολογίας και
δη των φίλτρων – βλ. photoshop), που θα ικανοποιήσει τη ματαιοδοξία, το
ναρκισσισμό και την ακόρεστη δίψα για εφήμερη αναγνώριση και επιβράβευση.
Στην παγίδα υπέπεσαν και οι ίδιοι οι προορισμοί, οι οποίοι διαφήμιζαν «τα πιο instagrammable μέρη που πρέπει κάποιος να επισκεφθεί». Άθελά τους μετέτρεψαν το ταξίδι σε έναν διαγωνισμό για τo ποιος θα τραβήξει την καλύτερη φωτογραφία, το τέλειο σκηνικό, υπό τον τέλειο φωτισμό, ο οποίος θα επιβραβευτεί, ικανοποιώντας το «εγώ» του, με αμέτρητα likes και comments. Κάποιοι, μάλιστα, έφθασαν στο σημείο όχι απλώς να επεξεργαστούν στο έπακρο μια φωτογραφία, αλλά να ανεβάσουν και fake φωτογραφίες…
Η ανάγκη είναι μεγάλη, προκειμένου να πούμε σε όλους ότι «Ημουν και εγώ εκεί», δείχνοντας με αυτό τον τρόπο ότι ανήκουμε στην ομάδα και ότι για εμάς το fomo (fear of missing out – ο φόβος ότι θα μείνουμε στην απέξω) απλώς δεν υφίσταται. Η εμπειρία περνάει σε δεύτερη μοίρα, καθώς αυτό που μετράει είναι η «απόδειξη» ότι πήγαμε εκεί – χαρακτηριστική ήταν η φωτογραφία με τέσσερις τουρίστες μέσα σε μία γόνδολα, στη Βενετία, που ήταν όλοι απορροφημένοι στο κινητό τους.
Δυστυχώς, αυτή η τάση έχει και το τίμημά της, καθώς ο υπερτουρισμός δημιουργεί σοβαρά προβλήματα και φυσικά δεν αναφέρομαι μόνο στα απορρίμματα που αφήνουν πίσω τους ή όλους αυτούς τους ανόητους που θέτουν σε κίνδυνο την ίδια τους τη ζωή προκειμένου να αποσπάσουν likes.
Το φαράγγι Fjaorargljuhur ήταν άγνωστο στην πλειοψηφία των τουριστών μέχρι το 2015, όταν ο διάσημος ποπ σταρ Justin Bieber έκανε εκεί τα γυρίσματα ενός βιντεοκλίπ. Σήμερα, το φαράγγι, που πλέον είναι από τα πιο δημοφιλή αξιοθέατα της Ισλανδίας (το βιντεοκλίπ έχει 450 εκατ. προβολές στο YouTube), έκλεισε για μερικούς μήνες καθώς καταστράφηκε μέρος της βλάστησής του.
Την ίδια τύχη είχαν και τα Phi Phi Islands στην Ταϊλάνδη, τα οποία, ελέω social media, κατακλύστηκαν από τουρίστες, με αποτέλεσμα σήμερα να παραμένουν κλειστά επ’ αόριστον. Η λίστα πλέον είναι ατελείωτη, αρκετή για να γεμίσει ένα ολόκληρο βιβλίο.
Στη δε Σαντορίνη, που υπό κανονικές συνθήκες πνίγεται από τουρίστες, καθότι είναι το Νο1 instagrammable νησί στην Ελλάδα, οι διανυκτερεύσεις αυξήθηκαν κατά 66% μέσα σε πέντε μόλις χρόνια, με τους τουριστικούς πράκτορες να αποδίδουν αυτή την εκτόξευση στα social media και κυρίως στον βασιλιά της φωτογραφίας, το Instagram.
Σήμερα, μεγάλη μερίδα των ταξιδιωτών επιλέγει προορισμούς
που είναι trendy («της μοδός», κοινώς), ενώ άλλοι, σε μια προσπάθεια να δείξουν
πόσο cool είναι, αναζητούν ανόθευτους προορισμούς (π.χ. Chernobyl),
αδιαφορώντας για το αν η παρουσία τους εκεί ή η εν γένει συμπεριφορά τους
δημιουργεί προβλήματα. Και στις δύο περιπτώσεις, η κινητήριος δύναμη είναι, τι
άλλο, τα social media. Εξάλλου, όπως λένε: «Αν δεν ανεβάσεις φωτογραφία, είναι
σαν να μην πήγες».
Πηγή: e-tourism
P.S.
Φυσικά, εν καιρώ πανδημίας, το φαινόμενο του υπερτουρισμού δεν υφίσταται, ωστόσο, όταν κάποια στιγμή επανέλθει η κανονικότητα, τότε, αν δεν αναληφθεί προληπτική δράση, ίσως επανέλθει ακόμα πιο έντονα.