Η ζημιά που προκάλεσε ο Covid-19 στον κλάδο της φιλοξενίας είναι τεράστια. Μόνο στην Αμερική έχουν χαθεί 5 εκατ. θέσεις εργασίας, με πολλά καταλύματα να ρίχνουν τίτλους τέλους και με τις πληρότητες των ξενοδοχείων, παρά τις «ψαλιδισμένες» τιμές, να σημειώνουν κατακόρυφη πτώση, που φθάνει το 95% (σύμφωνα με έρευνες, το 65% των ξενοδοχείων έχει πληρότητα χαμηλότερη του 50%).
Το οξύμωρο της υπόθεσης είναι
ότι, παρά τη ζοφερή εικόνα που επικρατεί (και) στον χώρο της τουριστικής
βιομηχανίας, τον τελευταίο καιρό ανοίγουν συνέχεια νέα ξενοδοχεία (αρκετά από
τα οποία είναι 5στερα), όχι μόνο στην Αμερική αλλά παγκοσμίως. Η Hilton, για παράδειγμα,
άνοιξε 60 ξενοδοχεία το δεύτερο τρίμηνο του 2020 ενώ η Marriott άλλα 163
από την αρχή του χρόνου.
Χιλιάδες επώνυμα και όχι μόνο, ξενοδοχεία,
από την Αμερική μέχρι την Αυστραλία και την Αφρική, έχουν ανοίξει τον τελευταίο
καιρό ή αναμένεται να ανοίξουν μέσα στο φθινόπωρο. Κάποιοι μάλιστα μιλούν για ένα
«αχνό φως που διαφαίνεται στο τέλος του τούνελ». Αξίζει να σημειωθεί ότι αρκετά
από αυτά τα ξενοδοχεία είχαν προγραμματιστεί να ανοίξουν νωρίτερα, πριν
μερικούς μήνες, αλλά, ελέω πανδημίας, μετέφεραν το άνοιγμα για αργότερα.
Κάτι ανάλογο ισχύει και στην Ελλάδα, όπου, παρά την πανδημία, τον τελευταίο καιρό κάνουν ντεμπούτο ανά τη χώρα διάφορες ξενοδοχειακές αλυσίδες και ανεξάρτητα ξενοδοχεία. Μία απλή επίσκεψη στο έγκριτο etravelnews.gr του πολύ καλού φίλου και συναδέλφου Αλέξη, θα μας πείσει για του λόγου το αληθές.
Πώς εξηγείται όμως η άφιξη τόσο
πολλών ξενοδοχείων σε μία δύσκολη χρονικά συγκυρία; Αρκετοί είναι αυτοί που
πιστεύουν ότι κάποια στιγμή (το πότε ακριβώς είναι άγνωστο – προφανώς όταν βγει
το εμβόλιο) η τουριστική βιομηχανία θα επανέλθει (ή και θα φθάσει σε νέα υψηλά)
στην προ πανδημίας κατάσταση. Ιδιαίτερα στη χώρα μας και κυρίως στην Αθήνα (που
είχε εξελιχθεί σε city-break προορισμό),
η τουριστική βιομηχανία ανθούσε κάθε χρόνο, παρουσιάζοντας ανοδικές τάσεις.
Υπάρχει, ωστόσο, και ένας άλλος
λόγος. Από τη φάση του σχεδιασμού μέχρι τη φάση της υλοποίησης μεσολαβεί ένα
σχετικά μεγάλο διάστημα, μεταξύ 18 μηνών και τριών (ακόμα και πέντε) ετών, με
αποτέλεσμα πολλά projects να έλαβαν το πράσινο φως όταν οι συνθήκες ήταν πιο
ελκυστικές.
Το εξωτερικό περιβάλλον όμως μεταβάλλεται
και κατά κάποιο τρόπο ναρκοθετεί την όλη διαδικασία. Ως εκ τούτου, αρκετά projects που
βρίσκονται σε πρώιμα στάδια μπορεί να εγκαταλειφθούν, κάτι όμως που συνήθως δεν
ισχύει για αυτά που έχουν προχωρήσει (ως εκ τούτου έχουν υψηλά sunk costs) και αναγκαστικά θα
πρέπει να υλοποιηθούν, προκειμένου να αρχίσουν να έχουν έσοδα – εξάλλου, κάθε
μέρα που περνάει και είναι κλειστά μεταφράζεται σε απώλεια εσόδων.
Πολλά από αυτά αισιοδοξούν ότι θα
πιάσουν ένα «ικανοποιητικό» ποσοστό πληρότητας (για τα αμερικάνικα ξενοδοχεία η
μέση επιθυμητή πληρότητα είναι 50%), που θα τους επιτρέψει (με τη συνδρομή και
του εστιατορίου, που θα απευθύνεται στον τοπικό πληθυσμό) να παρουσιάσουν αρκετό
cash flow για
να καλύψουν τις δαπάνες τους.
Πολλά δε projects είναι
αρκετά καινοτόμα, όπως είναι ένα θεματικό ξενοδοχείο, τα οποία ευελπιστούν να
καλύψουν ένα κενό στην αγορά, ακόμα και εν καιρώ πανδημίας – για παράδειγμα,
τον τελευταίο καιρό όλο και περισσότερα ξενοδοχεία διαφημίζουν τις εγκαταστάσεις
τους ως εργασιακούς χώρους.