Αρχές 20ου αιώνα.
Το
αυτοκίνητο φαίνεται να κερδίζει τη μάχη και να ρίχνει στο καναβάτσο τις
αλογάμαξες. Το μαύρο Model T της Ford
αρχίζει πλέον να παράγεται μαζικά και λόγω της χαμηλής τιμής αλλά και της
αξιοπιστίας του κατακτά την αγορά.
Την ίδια στιγμή οι παραγωγοί μαστιγίων για κάρα στις ΗΠΑ βλέπουν τις πωλήσεις τους να καταρρέουν. Πανικόβλητοι, οι περισσότεροι από αυτούς τροποποιούν το προϊόν τους (π.χ. προσθέτουν νέα χρώματα), μειώνουν τις τιμές και επενδύουν στην διαφήμιση.
Από όλους αυτούς δεν επιβίωσε κανένας, αδυνατώντας να αντιληφθούν ότι το περιβάλλον έχει αλλάξει και ότι το μαστίγιο είχε αντικατασταθεί οριστικά από μία νεότερη τεχνολογία - από τις 40 εταιρείες που κατασκεύαζαν μαστίγια, σήμερα μόλις μία εξακολουθεί να δραστηριοποιείται στο χώρο.
Την
ίδια τύχη είχαν εταιρείες που παλαιότερα κατασκεύαζαν σπαθιά, κασέτες, φιλμ, ρολόγια χειρός (ιδιαίτερα οι ελβετοί κατασκευαστές ακριβών αναλογικών ρολογιών) κ.ο.κ., οι οποίες βρέθηκαν χωρίς αγορά.
Οι λίγοι που επιβίωσαν ήταν αυτοί που είδαν πού κινείται η αγορά και πώς αυτοί δύναται να είναι μέρος αυτής της εξέλιξης. Αυτό που ήξεραν καλά να κάνουν ήταν η μεταποίηση του δέρματος, οπότε στράφηκαν στην παραγωγή δερμάτινων ειδών για αυτοκίνητα.
Για όλους τους άλλους που δεν κατάφεραν να επιβιώσουν, χρησιμοποιούμε σήμερα έναν όρο, τον «buggy whip maker» (κατασκευαστής μαστιγίων για άμαξες), που αναφέρεται στις επιχειρήσεις που δεν καταφέρνουν να μεταπηδήσουν με επιτυχία στην επόμενη τεχνολογική καμπύλη.
Πρόκειται για επιχειρήσεις που έχοντας
επενδύσει σημαντικά κεφάλαια και πόρους (χρόνο και προσπάθεια) σε μία υπάρχουσα
τεχνολογία, ανθίστανται στην αλλαγή θεωρώντας ότι το νέο δεν μπορεί να βλάψει
το παλαιό και καταξιωμένο. Ακριβώς ότι έπαθε η Kodak, που ενώ ανακάλυψε την ψηφιακή
κάμερα, δεν προχώρησε ποτέ στην παραγωγή της θεωρώντας ότι δεν πρόκειται να
αντικαταστήσει τη ζήτηση για τα συμβατικά φιλμ (προϊόν το οποίο η ίδια είχε
εφεύρει).