Ένας
Πολωνοεβραίος µετανάστης στην Αµερική ευθύνεται για την παραγωγή ενός παγωτού
που θα άφηνε εποχή. Η αγάπη του για τα παγωτά και το πάθος του για την ποιότητα
θα τον βοηθούσαν να δηµιουργήσει κάτι µοναδικό για τα δεδοµένα της εποχής, κάτι
που χάρη στην εξαιρετική γεύση και το περίεργο, εξωτικό όνοµα θα γινόταν γνωστό
από στόµα σε στόµα και θα κατακτούσε όλο τον κόσµο.
Μολονότι
η ονοµασία «Haagen-Dazs» µάς παραπέµπει σε κάποια σκανδιναβική χώρα, η ιστορία
της εταιρείας µάς διαψεύδει, αφού διαδραµατίζεται στις ΗΠΑ, τη δεκαετία του
1920. Συγκεκριμένα, το 1921 καταφθάνει στις ΗΠΑ ο 9χρονος Ρούμπεν Μάτους με την
διαζευγμένη μητέρα του. Αρχικά θα απασχοληθούν στο κατάστημα ένος θείου που
έφτιαχνε λεμονάδες, ενώ από το 1927 θα παρασκευάσουν παγωτά, τα οποία διαθέτουν, με την επωνυμία Senator Frozen
Products, µε άµαξα στους δρόµους του Μπρονξ της Νέας Υόρκης.
Αρχίζει
να διαθέτει τα παγωτά του σε ζαχαροπλαστεία και αργότερα σε σούπερ µάρκετ και
παντοπωλεία, γνωρίζει ωστόσο ότι πουλώντας φθηνό παγωτό δεν θα µπορούσε να
ανταγωνιστεί τις µεγάλες γαλακτοβιοµηχανίες, οι οποίες σύντοµα θα τον
«κατασπάραζαν». Ήδη από τα πρώτα εκείνα χρόνια ο νεαρός διαισθάνεται ότι τα
παγωτά της εποχής, χρησιμοποιώντας φθηνές πρώτες ύλες και πληθώρα χρωστικών
ουσιών, δεν έχουν καµία σχέση µε τα παραδοσιακά παγωτά που έφτιαχναν κάποτε οι
νοικοκυρές. Ρίχνεται μάλιστα στη μελέτη προκειμένου να ανακαλύψει όλα τα
μυστικά της παρασκευής ποιοτικού παγωτού.
Διαισθάνεται,
ορθώς αν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος, ότι σε μία εποχή όπου τα παγωτά
γίνονται όλο και πιο φθηνά τόσο στην τιμή όσο και στην ποιότητα, θα υπάρχει μία
σημαντική μερίδα καταναλωτών που είναι διατεθειμένη να πληρώσει κάτι παραπάνω
για να αγοράσει ένα ποιοτικό παγωτό.
Έτσι,
στις αρχές της δεκαετίας του ’50, αδυνατώντας να αντεπεξέλθει στον τιμολογιακό
πόλεμο των μεγάλων βιομηχανιών παγωτού, αποφασίζει να αλλάξει ρότα, µια κίνηση
που έµελλε να αλλάξει για πάντα την εικόνα της βιοµηχανίας παγωτού.
Παρασκευάζει λοιπόν παγωτά υψηλής ποιότητας, χρησιµοποιώντας τις καλύτερες
πρώτες ύλες (βέλγικη σοκολάτα γάλακτος, ολόφρεσκες ζουµερές φράουλες, βανίλια
από καρπούς Μαδαγασκάρης και αργοψηµένους κόκκους καφέ από τη Βραζιλία), τα
οποία συσκευάζει σε στρογγυλά χάρτινα κεσεδάκια, µε διάφορα χρώµατα ανάλογα µε
τις γεύσεις που περιείχαν. Στην αρχή οι γεύσεις ήταν τρεις: σοκολάτα, βανίλια
και καφέ.
Μία
ακόμη καινοτομία που διαφοροποίησε το παγωτό του Πολωνού μετανάστη ήταν η υψηλή
περιεκτικότητα σε λίπος βουτύρου καθώς και ότι διέθετε ελάχιστο αέρα, που
προήλθε από εργοστασιακό ατύχημα, όταν έσπασε η αντλία που διοχέτευε αέρα.
Αυτό
όμως που λείπει από τον Πολωνό μετανάστη είναι ένα πιο «πιασάρικο» όνομα, κάτι
διαφορετικό και γνήσιο, που να παραπέμπει στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στη
Δανία, στην οποία ήθελε να αποτίσει φόρο τιμής για την υποδειγματική
μεταχείρηση που επιφύλασε στους εβραίους κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου
Πολέμου. Συν τοις άλλοις, η Δανία φημιζόταν για τα γαλακτοκομικά της προϊόντα
και διέθετε καλή φήμη στην Αμερική.
Όπως εκμυστηρεύτηκε η κόρη του πριν μερικά χρόνια, ο πατέρας της επινόησε το όνομα Haagen-Dazs, το οποίο ωστόσο δεν σημαίνει τίποτα στη δανέζικη γλώσσα, καθήμενος για ώρες στην καρέκλα της κουζίνας και ξεστομίζοντας λέξεις που δεν έβγαζαν κανένα απολύτως νόημα, μέχρι τη στιγμή που βρήκε τον κατάλληλο συνδυασμό.
Το
νέο παγωτό άρχισε να διατίθεται σε ημίλιτρα δοχεία – σε συσκευασίες που
διέθεταν σχεδιάγραμμα της δανέζικης επικράτειας- σε επιλεγμένα γκουρμέ µαγαζιά
στην περιοχή της Νέας Υόρκης. Το έργο αυτό το αναλαμβάνει η σύζυγος του Μάτους,
η οποία ντυμένη κομψά επισκέπτεται τους καταστηματάρχες στους οποίους προσφέρει
δωρεάν δείγματα. Ιδιαίτερη έμφαση δίνει στα καταστήματα που είναι κοντά σε
πανεπιστήμια, προκειμένου να προσεγγίσει την πολυπληθή αγορά των φοιτητών.
Απευθυνόμενος
σε ευκατάστατη πελατεία, ο Μάτους
τιμολόγησε το προϊόν του 25% ακριβότερα από αυτό του βασικού ανταγωνιστή
του. Χωρίς καµία διαφήµιση ή κάποια προωθητική ενέργεια, το παγωτό με το
δυσκολοπρόφερτο όνομα, την ακαταµάχητη γεύση και την υψηλή ποιότητα άρχισε να
διαδίδεται από στόµα σε στόµα. Αρχικά ήταν κάτι σαν καλοφυλαγµένο µυστικό,
όµως, σύντοµα φίλοι µιλούσαν σε άλλους φίλους για την υπέροχη, παγωµένη γεύση
που είχαν δοκιµάσει. Το παγωτό Haagen-Dazs σύντοµα θα γινόταν ανάρπαστο.
Η
εταιρεία Haagen-Dazs, που ιδρύθηκε το 1961, κατάφερε µέσα σε 10 χρόνια να
αποκτήσει παρουσία σε όλη τη Δυτική Ακτή της Αµερικής και από το 1973 σε όλη τη
χώρα. Το πρώτο κατάστηµά της άνοιξε το 1976 στο Μπρούκλιν από την κόρη του
Μάτους και σε ελάχιστο χρόνο έγινε δηµοφιλές ανοίγοντας το δρόµο για τη
δηµιουργία και άλλων. Η επέκταση εκτός συνόρων ξεκίνησε το 1982 και σύντοµα
έφθασε µέχρι την Ιαπωνία, όπου καθιερώθηκε ως το νούµερο 1 premium παγωτό, ενώ
µέχρι το 1994 ήταν διαθέσιµο στις περισσότερες ευρωπαϊκές πόλεις – στη χώρα µας
το πρώτο κατάστηµα άνοιξε το 1994.
Το
1983, η οικογένεια Μάτους πούλησε την Haagen-Dazs Co. στην Pillsbury Co. έναντι
70 εκατομμυρίων δολαρίων, η οποία προώθησε νέες γεύσεις στην αγορά. Ο δε
Ρούμπεν Μάτους παρέµεινε επί των επάλξεων µέχρι το 1990, ως σύµβουλος στο τµήµα
έρευνας και ανάπτυξης, πριν ξεκινήσει με την κόρη του νέες γεύσεις και παγωτά
με χαμηλά λιπαρά με την νέα εταιρεία Mattus Ice Cream Company. Το 1992 έφτιαξε
ένα νέο παγωτό, που έφερε το όνομά του, για απαιτητικούς ουρανίσκους, Εφυγε από
τη ζωή το 1994 σε ηλικία 81 ετών.