Χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως µαγαζί-παραφωνία, αφού δεν είχε
τίποτα κοινό µε τα αριστοκρατικά εστιατόρια και ξενοδοχεία, που βρισκόταν κατά
µήκος του δρόµου του. Ο λόγος για το ιδιόµορφο Hard Rock Cafe που άνοιξε τις
πόρτες του το 1971 στο Λονδίνο από δύο Αµερικάνους επιχειρηµατίες που
επιθυµούσαν να προσφέρουν κάτι µοναδικό, κάτι που θα συνδύαζε φαγητό µε
ψυχαγωγία (eatertainment, όπως εύστοχα χαρακτηρίστηκε).
Δύο νεαροί Αµερικάνοι, ο Ισαάκ Τρίγκερ και ο Πίτερ Μόρτον,
βρέθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1960 στο Λονδίνο. Ο 22χρονος Τρίγκερ, γόνος
εύπορης οικογένειας, πουλούσε µεταχειρισµένες Rolls-Royce σε Αµερικάνους, όταν
συνάντησε τον συνοµήλικό του, Μόρτον, άρτι αφιχθέντα από το Σικάγο, όπου είχε
ανοίξει ένα εστιατόριο µε το ιδιότυπο όνοµα Great American Disaster.
Οι δύο νέοι, λάτρεις του rock ‘n’ roll, αποφάσισαν να
δραστηριοποιηθούν στον επισιτιστικό κλάδο, ανοίγοντας ένα µαγαζί µε αµερικάνικη
κουζίνα. Αφού, λοιπόν, επένδυσαν 5.000 δολάρια ο καθένας και δανειζόµενοι
σηµαντικά κεφάλαια από τους γονείς τους, στις 14 Ιουνίου 1971 ανοίγουν το πρώτο
τους κατάστηµα, το πρώτο Hard Rock Cafe˱, σε έναν από τους πιο φηµισµένους
δρόµους του Λονδίνου. Η διακόσµηση, το µενού, όπου κυριαρχούσαν τα χάµπουργκερ,
τα µιλκ σέικ, οι µπίρες και τα αναψυκτικά, καθώς και η µουσική των Rolling
Stones, σύντοµα, και χωρίς την παραµικρή διαφήµιση, θα το καθιστούσαν το
αγαπηµένο στέκι γνωστών και µη.
Ένας από τους πρώτους θαµώνες θα ήταν και ο Έρικ Κλάπτον, ο
οποίος µάλιστα άφησε την κιθάρα του στο µαγαζί, στον τοίχο πάνω από την
αγαπηµένη του µπάρα, για να οριοθετήσει τη δική του γωνιά. Λίγο αργότερα, ο
κιθαρίστας των The Who δώρισε και αυτός την κιθάρα του, µαζί µε ένα σηµείωµα
που έγραφε: «Η δική µου είναι εξίσου καλή».
Οι δύο κιθάρες, που αποτελούσαν µέρος µιας ευρύτερης συλλογής
αναµνηστικών, θα προσέλκυαν διασηµότητες και εκτός του χώρου της µουσικής, όπως
ο δούκας του Ουέστµινστερ και ο σκηνοθέτης Στίβεν Σπίλµπεργκ. Βέβαια, οι καθηµερινές
αναφορές στον Τύπο σχετικά µε το ποιος διάσηµος σύχναζε στο νέο στέκι θα
προσέλκυαν ορδές τουριστών και ντόπιων που συνέρεαν µε την ελπίδα να τους
συναντήσουν.
Όµως, σύντοµα οι δύο ιδρυτές διαπίστωσαν την ύπαρξη ενός
προβλήµατος που έπρεπε να αντιµετωπίσουν. Πολλοί πελάτες, µε την ελπίδα να
εµφανιστούν στην κάµερα και να απολαύσουν έτσι λίγες στιγµές δηµοσιότητας,
έρχονταν και κάθονταν µε τις ώρες, χωρίς όµως να καταναλώνουν τις ανάλογες
ποσότητες σε φαγητό ή ποτό. Η λύση στην οποία κατέφυγαν οι Τίγκρετ και Μόρτον
ήταν αρκετά απλή: αύξηση της έντασης της µουσικής και των ντεσιµπέλ. Με τον
τρόπο αυτό η πελατεία ανανεωνόταν πιο συχνά, αφού, εξαιτίας της δυνατής
µουσικής, µιλούσαν λιγότερο, έτρωγαν και έπιναν πιο γρήγορα και γενικώς δεν
χασοµερούσαν.
Χάρη σ’ αυτή την κίνηση, που είχε ως αποτέλεσµα τον
τετραπλασιασµό της πελατείας, αλλά και σε συνδυασµό µε την πώληση εµπορευµάτων,
όπως µπλούζες, ρολόγια, καπέλα και κούπες καφέ, όλα µε το λογότυπο της
εταιρείας, οι δύο νεαροί Αµερικάνοι σύντοµα θα γίνονταν εκατοµµυριούχοι. Όµως,
το χρήµα δεν γεφύρωσε το χάσµα ανάµεσά τους, καθώς είχαν προσωπικότητες εκ
διαµέτρου αντίθετες, µε αποτέλεσµα κάποια στιγµή να ακολουθήσουν ο καθένας το
δικό του δρόµο.
Το 1979, λοιπόν, ο Μόρτον πουλάει το µερίδιό του και
µεταβαίνει στο Λος Αντζελες, όπου µε τη συνδροµή διάσηµων επενδυτών θα ανοίξει
το δικό του Hard Rock Cafe. Αυτό όµως δεν άρεσε στον πρώην συνεταίρο του, ο
οποίος αποφάσισε να κινηθεί νοµικά. Τελικά, το 1982, όταν το δικαστήριο
απεφάνθη ότι ο Μόρτον είχε κάθε δικαίωµα να χρησιµοποιήσει το όνοµα στην
αµερικάνικη επικράτεια, οι δύο ιδρυτές συµφώνησαν να δραστηριοποιηθούν σε
διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές. Συγκεκριµένα, ανατολικά του ποταµού Μισισιπή
θα βρίσκονταν τα Hard Rock Cafe˱ International του Τίγκρετ, ενώ δυτικά τα Hard
Rock America του Μόρτον.
Το 1991, δίπλα ακριβώς από το Hard Rock Cafe˱ της Νέας Υόρκης, άνοιξε το Planet Hollywood. Το νέο αυτό µαγαζί, στο οποίο κατέβαλαν τον οβολό τους διάσηµοι επενδυτές όπως οι ηθοποιοί Άρνολντ Σβαρτζενέκερ και Μπρους Γουίλις, θα έδινε την ευκαιρία στους επισκέπτες, χάρη στα αναµνηστικά που διέθετε από το χώρο του κινηµατογράφου, να βιώσουν τη λάµψη του Χόλιγουντ.Ο Μόρτον, θεωρώντας ότι το Planet Hollywood είχε αντιγράψει πολλά στοιχεία από τα δικά του µαγαζιά, αποφάσισε να το µηνύσει. Ωστόσο, η λάµψη του Χόλιγουντ δεν στάθηκε αρκετή για να «σώσει» το συγκεκριµένο εστιατόριο, που «πάτωσε» µετά από λίγα χρόνια.
Οι δύο πρώην συνεταίροι, που πλέον ανταγωνίζονταν ο ένας τον
άλλο, συνέχισαν να ανοίγουν εστιατόρια µέσα πάντα στα γεωγραφικά όρια που είχαν
ορίσει, µέχρι τη δεκαετία του 1990, οπότε και αποσύρθηκαν. Σήµερα, λειτουργούν
138 Hard Rock Cafe˱ σε 42 χώρες, που διαθέτουν µια συλλογή 60.000 προσωπικών
αντικειµένων σύγχρονων και µη καλλιτεχνών, τα οποία διαρκώς µετακινούνται από
εστιατόριο σε εστιατόριο, ώστε κάθε στέκι να «ανανεώνει» τα εκθέµατά του.