Ήταν
αρχές του 2000, στην εκπομπή της Οπρα, όταν ένα μεγάλο μέρος του φιλοθεάμονος
κοινού ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με
τις μπότες UGG. Την ημέρα εκείνη, απευθυνόμενη σε ένα πιστό τηλεοπτικό κοινό
που πλησιάζει τα επτά εκατομμύρια τηλεθεατές, κυρίως θηλυκού γένους, η διάσημη
τηλεπερσόνα δηλώνει ευθαρσώς ότι λατρεύει τις εν λόγω μπότες, τις οποίες δεν
αποχωρίζεται ποτέ. Συμπληρώνει, μάλιστα, ότι αγόρασε 350 ζευγάρια για να τα
χαρίσει στους συνεργάτες της. Η γυναίκα με τη μεγαλύτερη επιρροή στην Αμερική
είχε μόλις βάλει τις βάσεις για τη δημιουργία μιας καταναλωτικής επιδημίας,
καθιστώντας τις εν λόγω μπότες παγκοσμίως γνωστές και ποθητές.
Οι βαθύτερες καταβολές του διάσημου σχεδίου
του υποδήματος UGG (προφέρεται «αγκ») παραμένουν σχετικά άγνωστες, όπως και η
ονοματοδοσία του. Το μόνο σίγουρο είναι η χώρα προέλευσής τους, η Αυστραλία.
Εικάζεται ότι οι αγρότες φορούσαν κάτι παρόμοιο ήδη από τις αρχές του 20ού
αιώνα, ενώ αργότερα τη σκυτάλη πήραν οι πιλότοι του Α’ Παγκοσμίου Πόλεμου και
αργότερα οι σέρφερ, που ήθελαν να κρατούν τα πόδια τους ζεστά όταν έβγαιναν από
την κρύα θάλασσα.
Ωστόσο
οι ρίζες της UGG εντοπίζονται στα 1978, όταν ο Αυστραλός Μπράιαν Σμιθ, που
διέμενε στην Καλιφόρνια για να εντοπίσει τάσεις και προϊόντα που θα μπορούσε να
εισάγει στην Αυστραλία, πρόσεξε τη διαφήμιση ενός καταστήματος με είδη
σέρφιγνκ, που απεικόνιζε έναν χαμογελαστό αθλητή του σερφ να φοράει μπότες από
δέρμα προβάτου.
Έχοντας
διαγνώσει μια επιχειρηματική ευκαιρία, φέρνει μαζί του έξι ζευγάρια ως δείγματα
και ιδρύει την UGG Imports με αντικείμενο την εισαγωγή της εν λόγω μπότας στην
Καλιφόρνια (πολιτεία που αγαπάει το σερφ), που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στη
χώρα του, από μία εταιρεία ονόματι Country Leather. Λίγο αργότερα κατοχύρωσε
στην Αμερική το λογότυπο UGG με τις λέξεις «Original UGG Boot UGG Australia».
Οι
μπότες του, που αποτέλεσαν την βασική πηγή σχεδιαστικής έμπνευσης για την μπότα
UGG όπως την ξέρουμε σήμερα, θα ξεκινήσουν ταπεινά. Μόλις 28 ζευγάρια θα
πωληθούν την πρώτη σεζόν, ενώ τα επόμενα τρία χρόνια οι πωλήσεις δεν ξεπέρασαν
τα 30.000 δολάρια. Ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια, ο Σμιθ αδυνατούσε να
καταπολεμήσει το πρόβλημα της εποχικότητας, καθώς η ζήτηση για τις μπότες του
δεν ξεπερνούσε τους τρεις μήνες, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει προβλήματα
ρευστότητας – οι τράπεζες δεν χορηγούσαν δάνειο επικαλούμενες ότι πρόκειται για
μία μόδα που θα ξεφουσκώσει σύντομα.
Ήταν
φανερό ότι ο Σμιθ έπρεπε να αναζητήσει άλλη στρατηγική, αν ήθελε να επιβιώσει.
Τότε σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει στις διαφημίσεις επαγγελματίες του σερφ και όχι
μοντέλα που «δεν σέρφαραν». Το εγχείρημα έπιασε και την επόμενη σεζόν οι
πωλήσεις έφθασαν τα 400.000 δολάρια.
Μέχρι
τα μέσα της δεκαετίας του ’80 οι μπότες UGG® Australia με το δέρμα προβάτου
αγαπήθηκαν από τους σέρφερς της Καλιφόρνιας χάρη στην πρακτικότητά τους και την
ζεστασιά που παρείχαν στα κάτω άκρα, με αποτέλεσμα να ενταχθούν στη «χαλαρή»
κουλτούρα της Νότιας Καλιφόρνιας. Μολονότι αρχικά τις φορούσαν άνδρες, πλέον
και κορίτσια άρχισαν να κυκλοφορούν με
τις μπότες των αγοριών τους που έκαναν σερφ.
Αργότερα,
πάντως, το αίσθημα του άνετου βαδίσματος και ιδιαίτερα η διατήρηση του ποδιού
ζεστού, παρά την σχετικά άκομψη και χοντροκομμένη εικόνα της μπότας (σύμφωνα με
μία εκδοχή το όνομα προέρχεται από το Ugly - άσχημος), θα καταστήσει το εν λόγω
υπόδημα ιδανικό και για τον χειμώνα, με αποτέλεσμα σύντομα να εμφανιστεί στις πίστες του σκι καθώς και σε μαγαζιά με
εξοπλισμό χειμερινών αθλημάτων – για την παραγωγή τους χρησιμοποιείται δέρμα
προβάτου, το οποίο έχει την ικανότητα να διατηρεί τη θερμοκρασία του ποδιού
ανάλογα με το περιβάλλον, διατηρώντας τα δροσερά το καλοκαίρι και ζεστά το
χειμώνα.
Παρ’
όλα αυτά, μέχρι το 1994, το 80% των πωλήσεων των UGG ελάμβανε χώρα στα στενά
όρια της πολιτείας της Καλιφόρνιας και τίποτα δεν προμήνυε τι θα ακολουθούσε.
Όμως, η φήμη τους έμελλε να εκτοξευτεί όταν φορέθηκαν από την αμερικάνικη ομάδα
στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Λιλεχάμερ, το 1994. Η κίνηση-ματ,
ωστόσο, δεν ήταν άλλη από την αποστολή δωρεάν δειγμάτων σε «στυλίστες» του
Χόλιγουντ. Ο Σμιθ είχε παρατηρήσει ότι οι γυναίκες διάβαζαν τα περιοδικά People
και US για να δουν πώς ντύνονται οι διάσημες και για να είναι μέσα στην μόδα.
H
απογείωση θα λάβει χώρα προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν ο κόσμος της
μόδας και επώνυμες κυρίες όπως η Πάμελα Αντερσον, η Σάρα Τζέσικα Πάρκερ, η
Ριάνα, η Τζένιφερ Λόπεζ, η Οπρα και η Κιμ Καρντάσιαν θα υποκύψουν στην γοητεία
και την άνεση των UGG και ουσιαστικά θα αποτελέσουν το «όχημα» για τη διάδοσή
τους στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Πλέον οι μπότες UGG ήταν παντού: σε
κωμικές σειρές, στον κινηματογράφο, σε φωτογραφίες διασήμων να περπατούν στους
δρόμους της Νέας Υόρκης και του Χόλιγουντ.
H
επιτυχία τους ήταν τέτοια, που σύντομα απομιμήσεις άρχισαν να κάνουν την
εμφάνισή τους, αρκετές από τις οποίες εικάζεται ότι χρησιμοποιούν ως πρώτη ύλη
δέρμα ρακούν από την Κίνα, με σοκαριστικές εικόνες και βίντεο με τη θανάτωσή
τους να έχουν διαρρεύσει στο διαδίκτυο – αρκετές φιλοζωικές οργανώσεις
διατείνονται ότι το δέρμα ρακούν προορίζεται και για την UGG® Australia, κάτι
όμως που η εταιρεία αρνείται κατηγορηματικά.
Γνωρίζατε
ότι…
Το
2007, η Πάμελα Αντερσον απολογήθηκε για την επιλογή της να φορέσει μπότες UGG
κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της δημοφιλούς σειράς Baywatch. H διάσημη
ηθοποιός, που δήλωνε ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη για τα δικαιώματα των ζώων,
ισχυρίστηκε πως δεν γνώριζε ότι θανατώνονται πρόβατα για να χρησιμοποιηθεί το
δέρμα τους για την κατασκευή των μποτών Ugg και ζήτησε συγγνώμη που τις φόρεσε.
Σήμερα
το εμπορικό σήμα UGG® Australia, που από το 1995 ανήκει στην αμερικάνικη
εταιρεία Deckers Outdoor Corp., είναι πασίγνωστο για τις κλασικού στυλ μπότες
από δέρμα προβάτου, ωστόσο η σειρά περιλαμβάνει επίσης σανδάλια, πλατφόρμες,
παντόφλες, πλεκτά, πανωφόρια και τσάντες. Οι ετήσιες πωλήσεις της εταιρείας
φθάνουν το ένα δισ. δολάρια, ενώ ο Μπράιαν Σμιθ, που εισέπραξε 15 εκατ. από την
πώληση, είναι περιζήτητος ομιλητής για θέματα επιχειρηματικότητας καθώς και
συγγραφέας.