Όταν στα τέλη του 19ου αιώνα ένας
ασήµαντος φαρµακοποιός θα ανακάλυπτε τυχαία τη συνταγή για ένα σκουρόχρωµο
σιρόπι, δεν θα µπορούσε να φανταστεί ότι 130 χρόνια αργότερα η εφεύρεσή του, θα
ξεδιψούσε 126.000 ανθρώπους κάθε 10 δευτερόλεπτα, σε 200 χώρες του πλανήτη.
Στις 8 Μαΐου 1886, στην Ατλάντα της
Αµερικής, ο φαρµακοποιός Τζον Πέµπερτον είχε αρκετή δουλειά στην αυλή του, αφού
ήθελε να φτιάξει κάτι για την καταπολέµηση του πονοκεφάλου και την τόνωση του
οργανισµού. Είχε ήδη παρασκευάσει ένα ποτό, το Pemberton’s French Wine Coca,
που διατίθετο σε όλα τα φαρµακεία της πόλης, όµως ένας νόµος της Πολιτείας που
απαγόρευε το αλκοόλ τον ανάγκασε να κάνει ορισµένες τροποποιήσεις στη συνταγή
του. Χρησιµοποιώντας, λοιπόν, ένα κουπί για να ανακατεύει, παρασκεύασε µέσα σε
ένα µεγάλο καζάνι που έβραζε, το σιρόπι µε το χρώµα της καραµέλας.

Όµως, ο µύθος της Coca-Cola είχε
µόλις γεννηθεί. Το όνοµα προκύπτει όταν ο λογιστής του Πέµπερτον θεώρησε ότι η
επανάληψη του γράµµατος «C» (από τα φύλλα κόκας και κόλας που διέθετε – η
κοκαΐνη, την εποχή εκείνη χρησιµοποιείτο στην παρασκευή φαρµάκων), µπορούσε να
αποµνηµονευτεί σχετικά εύκολα. Ο ίδιος εµπνεύστηκε και το χαρακτηριστικό
λογότυπο µε τα λευκά καλλιγραφικά στοιχεία σε διακριτή γραµµατοσειρά.
O Πέµπερτον δεν έζησε όµως για να δει
τη δηµιουργία του να αποθεώνεται. Πέθανε το 1888, αφού πρώτα πούλησε, έναντι
µόλις 2.300 δολαρίων, τα δικαιώµατα παρασκευής στον νεαρό και διορατικό
επιχειρηµατία Άϊζα Κάντλερ. Το 1892, ο Κάντλερ ίδρυσε την Coca-Cola Company, µε
κεφάλαιο 100.000 δολάρια και κονδύλι 11.500 για διαφήµιση, ενώ εµπιστεύτηκε τη
µυστική συνταγή µόνο σε λίγους έµπιστους συνεργάτες του.

Ο Τζόζεφ Βίντενχαρμ, ένας επιχειρηματίας
από το Μισισίπι, ήταν ο πρώτος που εμφιάλωσε το αναψυκτικό. Το πρώτο μπουκάλι
πωλήθηκε στις 12 Μαρτίου του 1894, ενώ έστειλε 12 φιάλες και στον Κάντλερ, ο
οποίος, όμως, δεν ανταποκρίθηκε με ενθουσιασμό.
Δεν αντιλήφθηκε τότε ότι το μέλλον βρισκόταν στα εμφιαλωμένα αναψυκτικά,
που θα μπορούσαν οι πελάτες να τα παίρνουν μαζί τους οπουδήποτε. Πέντε χρόνια
αργότερα, το 1899, δύο δικηγόροι εξασφάλισαν το αποκλειστικό δικαίωμα
εμφιάλωσης και πώλησης του αναψυκτικού, έναντι μόλις ενός δολαρίου.

Aπό το 1903, το διάσηµο ποτό παύει να
προωθείται ως θεραπεία για τους πονοκεφάλους και τα άλλα δεινά, οπότε και
άρχισε να περιορίζεται, µέχρι να εκλείψει τελείως, η κοκαΐνη (που είχε
κατηγορηθεί ότι δηµιουργούσε εξάρτηση) ως συστατικό της συνταγής, ενώ την ίδια
στιγµή τετραπλασιάστηκε η ποσότητα καφεΐνης. Ο Κάντλερ ανησυχούσε ότι χωρίς την
κοκαΐνη το αναψυκτικό θα έχανε την ιδιαιτερότητα της γεύσης του, όµως η αλλαγή
αυτή δεν έγινε αντιληπτή από τους πελάτες, που συνέχισαν να παραγγέλνουν το
ποτό τους µε τα λόγια «δώσε µου λίγο πράµα».
Με το πέρασµα του χρόνου, η εταιρεία
άρχισε να ξοδεύει τα περισσότερα από τα έσοδά της σε ένα φιλόδοξο πρόγραµµα
διαφήµισης και χορηγιών, ενώ «ξεδίψασε» την αµερικάνικη ολυµπιακή οµάδα στους
Ολυµπιακούς Αγώνες του Άµστερνταµ, το 1928. Την ίδια εποχή, πραγµατοποιήθηκε
µία από τις πιο σηµαντικές διαφηµιστικές ενέργειες της Coca-Cola, που άφησε το
στίγµα της σε ολόκληρο τον κόσµο, η καθιέρωση του προτύπου του Άγιου Βασίλη
ντυµένου στα κόκκινα.
Η µεγαλύτερη, όµως, επιτυχία του
σκουρόχρωµου αναψυκτικού ήταν συνυφασµένη µε την απόφαση να διατεθεί στις
αµερικάνικες Ένοπλες Δυνάµεις, σε όποια χώρα και αν πήγαιναν, κατά τη διάρκεια
του Β´ Παγκοσµίου Πολέµου. «Κάθε άντρας µε στολή θα παίρνει ένα µπουκάλι
Coca-Cola για 5 σεντς, όπου και αν βρίσκεται όσο και αν αυτή κοστίζει», είχε
δηλώσει ο τότε πρόεδρός της. Αυτή η πατριωτική κίνηση καθιέρωσε την Coca-Cola
στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, κάτι που δεν µπόρεσε να επιτύχει κανείς από
τους ανταγωνιστές της τα επόµενα χρόνια. Στη χώρα μας, το γενικό Χημείο του
Κράτους έδωσε το πράσινο φως το 1964, θα χρειαζόταν ωστόσο να παρέλθουν πέντε
χρόνια για να εμφανιστεί το δημοφιλές αναψυκτικό στα ράφια των καταστημάτων.

Σήµερα µόνο στις ΗΠΑ καταναλώνονται
καθηµερινά 6.000.000 µπουκάλια Coca-Cola, ενώ το σήµα της αναγνωρίζεται από το
99% του παγκοσµίου πληθυσµού, καθιστώντας την το πλέον αναγνωρίσιµο
καταναλωτικό αγαθό παγκοσµίως.