Τα Starbucks έχουν
συχνά επικριθεί για την πολιτική του clustering που εφαρμόζουν – cluster είναι
«περικυκλώνω», «σχηματίζω κλοιό».
Σύμφωνα με αυτή τη στρατηγική, η αμερικανική
πολυεθνική επιλέγει μια στρατηγική θέση σε μια συνοικία με έντονη εμπορική και
κοινωνική ζωή, η οποία φυσικά πληροί τις προδιαγραφές που η ίδια έχει θέσει
(π.χ. δημογραφικά και ψυχογραφικά χαρακτηριστικά του κοινού).
Αν
εντοπίσει ένα κατάστημα καφέ που προσελκύει σημαντικό μέρος της αγοράς, τότε το
προσεγγίζει και του προσφέρει χρήματα, προκειμένου να το μισθώσει (εναλλακτικά, προσεγγίζει τον ιδιοκτήτη του ακινήτου προσφέροντάς του περισσότερα χρήματα).
Αν αποτύχει,
τότε ανοίγει άλλα καταστήματα σε κοντινή απόσταση, με σκοπό να το «στραγγαλίσει»
οικονομικά. Η αγορά μοιράζεται σε περισσότερα καταστήματα, όμως τα καταστήματα της
αλυσίδας, μολονότι κανιβαλίζουν το ένα το άλλο (το ένα κλέβει πωλήσεις από το
άλλο - συχνά το πιο ''αδύναμο'' λειτουργεί με ζημιά), είναι πιο ανθεκτικά, καθότι έχουν τη στήριξη της «μαμάς» εταιρείας,
συγκριτικά με την ανεξάρτητη επιχείρηση, που νομοτελειακά κάποια στιγμή θα
ρίξει τίτλους τέλους.
Κατόπιν,
τα Starbucks μπορεί να κρατήσουν ανοικτά τα καταστήματα ή να κλείσουν
ορισμένα για να ενισχυθούν αυτά που έχουν καλύτερη τοποθεσία.