Το 1944 στο νησί Σαϊπάν του
Ειρηνικού τραβήχτηκε ίσως μία από τις πιο εμβληματικές φωτογραφίες του Β’
Παγκοσμίου Πολέμου. Στη φωτογραφία αυτή αποτυπώνεται γλαφυρά η γενναιότητα και
το θάρρος του ανώνυμου Αμερικάνου φαντάρου που πολέμησε με αυταπάρνηση για την
ελευθερία. Το πρόσωπο του φαντάρου αυτού έμελλε να αναπαραχθεί εκατομμύρια
φορές και να γίνει ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα όχι μόνο της μεταπολεμικής
γενιάς στην Αμερική, αλλά και την νεότερης, αφού από το 2002 το πρόσωπο του
άγνωστου αυτού ήρωα έγινε και γραμματόσημο.
Η ταυτότητα, ωστόσο, του άγνωστου
αυτού φαντάρου δεν θα έμενε για πάντα στο σκοτάδι. Όπως όλα δείχνουν, ο «Αμερικάνος
ήρωας» του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με το τσιγάρο στο στόμα και το βλοσυρό βλέμμα,
ήταν Έλληνας, γεννημένος στην Κεφαλλονιά, και το όνομά του ήταν Ευάγγελος
Κλωνής.
Κάποτε στην Κεφαλλονιά…
Γυρίζουμε το χρόνο πίσω, ανήμερα
της 28ης Οκτωβρίου 1916, όταν γεννιέται στον Άγιο Γεώργιο της Κεφαλλονιάς ο
Ευάγγελος Κλωνής, το δεύτερο από τα οκτώ παιδιά μιας φτωχής οικογένειας. Σε μια
προσπάθεια να συνεισφέρει στο πενιχρό εισόδημα της οικογένειας ρίχνεται στη
βιοπάλη από τα πέντε του χρόνια. Στο σχολείο δεν τα πήγαινε καλά, έφθασε μέχρι
την Τρίτη Δημοτικού και μετά τα παράτησε.
Πριν ακόμη ενηλικιωθεί μετακομίζει
στην Αθήνα, για να εργαστεί ως εισπράκτορας στο λεωφορείο ενός συντοπίτη του,
του Γεράσιμου Αρσένη. Δουλεύει σκληρά για δύο χρόνια, μέχρι τα 16 του, όμως τα
χρήματα είναι λίγα και όλα πάνε στη μητέρα του. Αναζητά μια διέξοδο και σύντομα
θα την βρει, όταν θα παρατηρήσει ορισμένους ναύτες, που επίσης φορούσαν άσπρες
στολές, να φορτώνουν από το παρακείμενο κρεοπωλείο κρέας στον ώμο και να το μεταφέρουν
στο πλοίο.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, μπαίνει και
αυτός στο κρεοπωλείο, παίρνει το κρέας και μπαίνει σκυφτός στο πλοίο. Κρυμμένος
στο αμπάρι, θα αντέξει τρεις ημέρες, αρκετές ωστόσο –το πλοίο μόλις είχε διαβεί
το Γιβραλτάρ, για να τον φθάσουν στον τελικό προορισμό, τη «γη της Επαγγελίας».
Ένας ακόμη Έλληνας στην Αμερική…
Η τύχη φαίνεται να είναι με το
μέρος του Ευάγγελου Κλωνή, αφού ο πλοίαρχος, Κεφαλλονίτης και ο ίδιος, θα τον
συμπαθήσει και θα τον βοηθήσει να περάσει –ντυμένος με ένα δανεικό, επίσημο κοστούμι
και προσποιούμενος τον κωφάλαλο, ώστε να μην απαντήσει σε καμιά ερώτηση- τον
τελωνειακό έλεγχο.
Δουλεύει διαδοχικά ως ανθοπώλης
στο Λος Άντζελες, πιατάς σε εστιατόριο, ως ιδιοκτήτης καντίνας πουλώντας χοτ-ντογκ
στο Ντένβερ, σερβιτόρος σε μπαρ και εστιατόρια στο Σικάγο, για να καταλήξει στη
Σάντα Φε, πόλη με μεσογειακό κλίμα και έντονο το ελληνικό στοιχείο. Εκεί θα
εργαστεί σε ελληνικό εστιατόριο και, έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη του
ιδιοκτήτη, θα μπει συνεταίρος στο μαγαζί.
Ωστόσο, μετά από πέντε χρόνια στην
Αμερική ο Ευάγγελος Κλωνής εξακολουθεί να είναι παράνομος. Μέχρι τουλάχιστον το
1941, όταν, μετά την επίθεση των Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ, η Αμερική, που θα
εμπλακεί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αποφασίζει να χορηγήσει την αμερικάνικη υπηκοότητα
σε όσους επιθυμούν να καταταγούν. Ένα χρόνο μετά, ο Έλληνας μετανάστης θα
καταταγεί στο στρατό για να υπηρετήσει τη νέα του πατρίδα.
Στα πεδία της μάχης…
Η στρατιωτική θητεία του Ευάγγελου
Κλωνή εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να καλύπτεται από ένα πέπλο μυστηρίου. Ο
ίδιος σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της ζωής του, με εξαίρεση τα τελευταία του
χρόνια, υπήρξε ιδιαίτερα φειδωλός σε οτιδήποτε είχε να κάνει με την στρατιωτική
του δράση.
Το σίγουρο είναι ότι εκπαιδεύτηκε
με το στρατό ξηράς στο Τέξας, στη Βάση των Πεζοναυτών στη Βιρτζίνια, καθώς και
στη Γιούμα της Αριζόνας όπου εκπαιδεύτηκε στην έρημο. Όταν όμως πληροφορήθηκε
ότι οι Γερμανοί σκότωσαν την οικογένειά του, ζήτησε να μετατεθεί στην Ευρώπη
για να πολεμήσει, όπως και έγινε.
Στα μέτωπα του Β’ Παγκοσμίου
Πολέμου, τώρα, φέρεται να πολέμησε σε Τυνησία, Αυστρία, Πολωνία, Βέλγιο, Γερμανία
και Γαλλία, ενώ υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι πήγε και στον Ειρηνικό. Από τα
προσωπικά του αντικείμενα προκύπτει ότι υπηρέτησε σε διάφορες Μεραρχίες,
γεγονός ιδιαίτερα ασυνήθιστο για έναν απλό φαντάρο.
Την πιθανότητα να μην υπήρξε ένας
απλός φαντάρος και να συμμετείχε σε πολλές μυστικές αποστολές επιβεβαιώνουν τα
ασυνήθιστα πολλά μετάλλια που έλαβε, καθώς και μια θερμότατη επιστολή από τον
πρόεδρο Τρούμαν με ιδιόχειρη υπογραφή.
Η επίμαχη φωτογραφία…
Η διάσημη φωτογραφία, μαζί με άλλη
μία όπου ο Κλωνής πίνει από το παγούρι (η οποία, μισό σχεδόν αιώνα μετά, θα
γίνει γραμματόσημο), είναι έργο ενός από τους καλύτερους φωτορεπόρτερ της
εποχής, του Γιουτζίν Σμίθ, ο οποίος εργαζόταν για λογαριασμό του περιοδικού Life.
Υπάρχει, ωστόσο, μία ανακρίβεια, αφού, σύμφωνα με το
περιοδικό, οι φωτογραφίες τραβήχτηκαν, στις 15 Ιουνίου 1944, στο νησί Σαϊπάν
του Ειρηνικού όπου έλαβε χώρα μια από τις πιο σημαντικές Αμερικανο-Ιαπωνικές
μάχες του Πολέμου. Όμως, η απόβαση στο νησί έγινε μόλις εννέα μέρες μετά την
απόβαση στη Νορμανδία, όπου, ως γνωστόν, μετείχε ο Κλωνής. Ίσως ο ίδιος να
βρέθηκε εκεί σε μια μυστική αποστολή, ίσως πάλι το αρχείο του Life να έχει σφάλλει.
Γνωρίζατε ότι…
Μετά τον πόλεμο ο Κλωνής επέστρεψε στη Σάντα Φε όπου εργάστηκε στο
εστιατόριο ενός Έλληνα. Εκεί έμαθε ότι οι γονείς του ήταν ακόμη εν ζωή. Το 1950
επιστρέφει για πρώτη φορά (θα επιστρέψει μία φορά ακόμη, στη δεκαετία του ’60,
όπου θα μείνει για δέκα χρόνια) στα πάτρια εδάφη. Στην Κεφαλλονιά θα γνωρίσει
και τη γυναίκα της ζωής του, την Κική Κουρκουμέλη, την οποία παντρεύεται μέσα
σε ένα μήνα – το ζευγάρι θα αποκτήσει τρία αγόρια, τον Ευάγγελο, το Νικόλαο και
το Δημοσθένη.
Τα τελευταία χρόνια…
Ιδιοκτήτης από το 1970 ενός μπαρ,
του Evangelos, ο ήρωας του πολέμου θα προσπαθήσει να ξεχάσει τις
εφιαλτικές στιγμές που είχε ζήσει. Ωστόσο, όσο περνούσαν τα χρόνια άρχισε να
αποκαλύπτει στους γιους του και στους πελάτες του ορισμένες άγνωστες ιστορίες
για τη θητεία του. Σε μια από αυτές ανέφερε για κάποιον φωτογράφο του Life, που κάποτε τον
είχε φωτογραφήσει.
Ο Ευάγγελος Κλωνής θα αφήσει την
τελευταία του πνοή το 1989, παίρνοντας, όπως φαίνεται, μαζί του πολλά μυστικά. Δυστυχώς
δεν θα προλάβει να δει, δύο χρόνια μετά, τη φωτογραφία του στο εξώφυλλο του
περιοδικού Time, με αφορμή τη συμπλήρωση 50 ετών από τον Β’ Παγκόσμιο
Πόλεμο. Σήμερα τα παιδιά του και η σύζυγός του προσπαθούν, ανασκαλίζοντας το
ηρωικό παρελθόν του πατέρα τους, να συνθέσουν τα κομμάτια του παζλ.