Το ερώτημα είναι
διαχρονικό, καθότι συχνά αποτελεί πηγή δυσαρέσκειας για τους τουρίστες, και δεν
υπάρχει αμφιβολία ότι σηκώνει πολύ συζήτηση. «Είναι δίκαιο οι ξένοι τουρίστες να
πληρώνουν για τις ίδιες υπηρεσίες, π.χ. κατά την είσοδό τους σε ένα μνημείο, πάρκο
ή μουσείο, υψηλότερες τιμές από τους ντόπιους;» και φυσικά δεν αναφέρομαι σε
όλους αυτούς τους δήθεν επαγγελματίες του τουρισμού και της εστίασης που εν κρυπτώ (π.χ. με διαφορετικά μενού για ξένους) «γδύνουν» με κάθε τρόπο
τους τουρίστες και οι οποίοι συχνά γίνονται πρωτοσέλιδα...
Εσχάτως όλο και
περισσότερες χώρες και προορισμοί (ιδιαίτερα προορισμοί όπως η Ινδία, η Ταϋλάνδη
και το Πακιστάν) υιοθετούν την διαφορική-διακριτική τιμολόγηση (dual pricing) χρεώνοντας
διαφορετικές τιμές για τους ντόπιους και διαφορετικές, αρκετά υψηλότερες, για
τους ξένους τουρίστες (foreigners).
Τα παραδείγματα είναι αμέτρητα:
καταδυτικό πάρκο στο Phuket χρεώνει 11 ευρώ τους ξένους και μόλις 2,2 ευρώ τους ντόπιους,
το Hermitage, στη Ρωσία,
χρεώνει 700 ρούβλια τους ξένους και 400 τους ντόπιους, ενώ στα μοναστήρια στα
Μετέωρα, μέχρι πριν λίγα χρόνια τουλάχιστον, οι Έλληνες έμπαιναν χωρίς να
πληρώσουν.
Οι υπέρμαχοι της
θέσπισης δύο διαφορετικών τιμών διατείνονται ότι οι περισσότεροι τουρίστες
προέρχονται από χώρες με ανώτερο βιοτικό επίπεδο και ως εκ τούτου έχουν
υψηλότερα εισοδήματα.
Την ίδια στιγμή, οι
ντόπιοι, μέσω της φορολογίας, «συντηρούν» όλα αυτά τα μνημεία-θέλγητρα, π.χ.
όπως τις πυραμίδες της Γκίζας, που ανήκουν στο κράτος και δεν θα ήταν δίκαιο να
αποκλειστούν από αυτά, που βρίσκονται μέσα στη χώρα τους, λόγω της επιβολής
υψηλών τιμών.
Με την τακτική αυτή,
εξάλλου, επιβραβεύεται και η πιστή πελατεία, οι ντόπιοι δηλαδή. Όπως έπραξαν
πρόσφατα τα καφέ στην Μπρυζ, που χρέωσαν τους τουρίστες 10% περισσότερο για τα
τσιπς, παρέχοντας έτσι μία άτυπη έκπτωση στους τακτικούς τους πελάτες.
Συν τοις άλλοις, η
επιβολή υψηλότερων τιμών για τους τουρίστες συνήθως αποτελεί ανάχωμα για την
παράδοση ενός προορισμού στο φαινόμενο του overtourism, όρος που δυστυχώς ακούγεται όλο και πιο συχνά τον
τελευταίο καιρό.
Υπάρχει και μια άλλη
παράμετρος που ευνοεί την διαφορική τιμολόγηση. Όταν το κόστος για τον ξένο
τουρίστα είναι μικρό σε σχέση με το συνολικό κόστος που έχει ήδη καταβάλλει,
τότε αυτός είναι διατεθειμένος να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη. Ο τουρίστας
που θα καταφθάσει στην Αθήνα και θα επισκεφτεί την Ακρόπολη, γνωρίζει ότι η σχετικά υψηλή τιμή του εισιτηρίου είναι αμελητέα σε σχέση με τις δαπάνες που
έχει κάνει μέχρι τώρα - το ίδιο ισχύει για δημοφιλή θεματικά πάρκα, όπως η
Eurodisney. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η προσέλκυση ντόπιων επισκεπτών ίσως να
απαιτεί την καθιέρωση διαφορετικής τιμής ή προσφορών.
Για παράδειγμα, η ημερήσια επίσκεψη
για μία τετραμελή οικογένεια σε water park των Χανίων κοστίζει 86 ευρώ (η αρχική τιμή είναι 25 ευρώ για
τον ενήλικα και 18 για το κάθε παιδί), ποσό που δύναται να είναι απαγορευτικό
για τη μέση ελληνική οικογένεια. Αντιθέτως, για τους ξένους τουρίστες, που
βρίσκονται σε mood διακοπών, ίσως η τιμή αυτή να μην είναι ιδιαίτερα «ενοχλητική»
καθότι έχουν ήδη ξοδέψει αρκετά χρήματα (π.χ. μεταφορά, διαμονή, διατροφή) μέχρι
στιγμής.
Από την άλλη, τώρα, πολλοί
τουρίστες θεωρούν ρατσιστική και άκρως ενοχλητική αυτή την πρακτική, μιλώντας
για «γδύσιμο» και «κλοπή».
Εξάλλου, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, δεν μπορούμε
να πετάμε όλους τους τουρίστες στο ίδιο τσουβάλι με μια ταμπέλα απέξω που να
αναγράφει «πλούσιος». Δεν είναι όλοι οι τουρίστες εύποροι. Ισχυρίζονται δε, ότι
συχνά τα χρήματα αντί να πάνε για συντήρηση, ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες
χώρες, καταλήγουν στις τσέπες ορισμένων διεφθαρμένων δημοσίων λειτουργών.