Οι ρακέτες της παραλίας έλκουν
την καταγωγή τους από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Πρώτοι διδάξαντες υπήρξαν
οι Άγγλοι στρατιώτες, οι οποίοι τις διέδωσαν στους ντόπιους που εργάζονταν στα
στρατόπεδα. Από την παραλία της Αλεξάνδρειας τις πήραν οι Έλληνες της Αιγύπτου,
στη δεκαετία του ’50, και τις έφεραν στις ελληνικές παραλίες, ιδιαιτέρως στην
Κρήτη καθώς και στις παραλίες της Αττικής, δίνοντας την ευκαιρία στο Έλληνα να
συνδυάσει την αγάπη του για τη θάλασσα με ένα σπορ που αν μη τι άλλο ταιριάζει
απόλυτα με την ψυχοσύνθεσή του.
Πράγματι, στη χώρα μας οι ξύλινες
ρακέτες της παραλίας θα έβρισκαν το φυσικό τους χώρο, αποκτώντας μανιώδεις
θαυμαστές, αλλά και φανατικούς εχθρούς. Ωστόσο μόνο ένας από όλους αυτούς τους
λάτρεις της ρακέτας, ο Δημήτρης Φερεντίνος, είχε τη φαεινή ιδέα να μετατρέψει
το χόμπι σε επιχειρηματική ενασχόληση, με ιδιαίτερη μάλιστα επιτυχία.
Όλα ξεκίνησαν το καλοκαίρι του
1958, όταν ο νεαρός επιπλοποιός Δημήτρης Φερεντίνος, βρισκόμενος στην Ωκεανίδα
της Βουλιαγμένης, παρατήρησε δύο λουόμενους να παίζουν ρακέτες. Εντυπωσιασμένος
από το ιδιότυπο αυτό σπορ, αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τις γνώσεις του για να
κατασκευάσει τη δική του εκδοχή της ξύλινης ρακέτας.
Πίσω στο ξυλουργείο του, στην
Καλλιθέα, σε γειτονικό δρόμο του Παντείου Πανεπιστημίου, κατασκευάζει τις
πρώτες του ρακέτες, τις οποίες, όταν πηγαίνει για μπάνιο, τις παίρνει μαζί για να
παίξει με τους φίλους του. Ανήσυχο πνεύμα, αποφασίζει να στρωθεί στη δουλειά
προκειμένου να τις βελτιώσει. Στο μυαλό του δεν έχει ωριμάσει ακόμη η ιδέα της
εμπορικής εκμετάλλευσης της ρακέτας, ωστόσο όλα θα αλλάξουν όταν αρχίσει να
συνειδητοποιεί ότι το δημιούργημά του ικανοποιεί μια ανικανοποίητη έως τότε
ανάγκη.
Αρχικά, ο νεαρός επιπλοποιός τις
πουλάει σε φίλους, όμως τα καλά νέα δεν θα αργήσουν να διαδοθούν από στόμα σε
στόμα. Όταν οι υπόλοιποι λουόμενοι στην παραλία αρχίσουν να αντιλαμβάνονται ότι
οι ρακέτες του ήταν όντως πολύ καλής ποιότητας, αρχίζουν να του φωνάζουν «ε,
αγόρι, φέρε και από εδώ ρακέτες». Κάπως έτσι λοιπόν η πρώτη ελληνική ρακέτα
απέκτησε και όνομα: «Το Αγόρι».
Τα πρώτα χρόνια, η παραγωγή
ρακετών είναι μια παράπλευρη δραστηριότητα, καταλαμβάνοντας μόνο μια γωνία του
επιπλοποιείου, όμως με την πάροδο των χρόνων ο χώρος της κατασκευής ρακετών θα
μεγαλώνει συνεχώς, για να φθάσει, το 1975, να αποτελεί το κύριο αντικείμενο της
επαγγελματικής δραστηριότητας του κ. Φερεντίνου. Ο ίδιος, ωστόσο, όντας ο
καλύτερος παίκτης ρακέτας εκείνη την εποχή, δεν παραμελεί το χόμπι του, με
αποτέλεσμα συχνά οι πελάτες να τον αναζητούν στο μαγαζί ενώ αυτός έπαιζε με τις
ώρες στην παραλία.
Ένα χρόνο μετά, το 1976, ο
δημιουργός της πιο διάσημης ελληνικής ρακέτας γνωρίζει την Μαρία Παπαναστασίου,
με την οποία θα συμπορευτεί τόσο στη ζωή όσο και στον επαγγελματικό τομέα. Μαζί
θα επιδοθούν σε έναν αγώνα εξέλιξης της ρακέτας, προκειμένου να ικανοποιήσουν
και τα πιο εκλεπτυσμένα γούστα.
Φανατικοί λάτρεις του σπορ και οι
δύο, δεν θα αργήσουν να επινοήσουν πρωτοποριακές τεχνικές λύσεις, όπως η
τοποθέτηση κενών αέρος στο εσωτερικό του ξύλου και η συγκόλληση των 13
κομματιών που την απαρτίζουν. Οι ρακέτες, ωστόσο, εξακολουθούν, ακόμη και
σήμερα, παρά την προσθήκη σύγχρονου μηχανολογικού εξοπλισμού, να
κατασκευάζονται στο χέρι.
Τη δεκαετία του ’80 «Το Αγόρι» θα
υποστεί δύο διαδοχικά πλήγματα. Πρώτιστα, η ζήτηση για ρακέτες φθίνει, καθότι
το άθλημα δείχνει να κάνει «κοιλιά» στη χώρα μας. Το ισχυρότερο χτύπημα, όμως,
θα έρθει το 1989, όταν πεθαίνει αιφνιδίως η «ψυχή» της εταιρείας, ο Δημήτρης
Φερεντίνος. Συντετριμμένη, η σύζυγός του θα περάσει δύσκολες στιγμές μέχρι να
καταφέρει να σταθεί ξανά στα πόδια της και να συνεχίσει το έργο του.
Αναλαμβάνει την επιχείρηση,
απασχολούμενη μάλιστα και στην παραγωγή επί χρόνια, εξ ου και το προσωνύμιο
«μάστορας» που της κόλλησαν τα παιδιά που εργάστηκαν δίπλα της. Στα χρόνια της,
«Το Αγόρι» θα γνωρίσει στιγμές δόξας, αφού δειλά δειλά αρχίζουν να καταφθάνουν
παραγγελίες από το εξωτερικό – σήμερα, εξάγονται περίπου 1000 ρακέτες το χρόνο.
Πρώτα η Κύπρος, για να ακολουθήσουν η Ιταλία, η Ισπανία και η Βουλγαρία.
Σήμερα, η γκάμα της επιχείρησης
περιλαμβάνει τέσσερα σχήματα και 11 διαφορετικά βάρη, που κυμαίνονται μεταξύ
340 και 500 γραμμαρίων. Αυτό είναι ίσως και το στοιχείο που τη διαφοροποιεί από
τις ρακέτες που παράγονται στο εξωτερικό από εταιρείες-κολοσσούς (στο εσωτερικό
δεν υφίσταται σοβαρός ανταγωνισμός), όπου το βάρος τους μπορεί να φθάσει και τα
800 γραμμάρια.
Ψυχή της εταιρείας εξακολουθεί να
παραμένει η Μαρία Παπαναστασίου, η οποία αισθάνεται περήφανη για την πορεία της
ιστορικής επιχείρησης. Όπως τονίζει και η ίδια: «Η μεγαλύτερη ανταμοιβή είναι
να βλέπεις τον κόσμο να παίζει με τις ρακέτες σου. Δεν το κάνω πλέον για τα
χρήματα και γι’ αυτό το λόγο δεν με ενδιαφέρει να μεγαλώσω την εταιρεία. Για μένα, η ρακέτα είναι η ζωή μου
όλη».
Μπορεί σήμερα «Το Αγόρι» να
απασχολεί μόλις τέσσερις υπαλλήλους, που κατασκευάζουν περίπου 22.000 ρακέτες
ετησίως, όμως αναμφίβολα αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση. Παράδειγμα για το πώς
μπορεί μια μικρή επιχείρηση, χωρίς την παραμικρή διαφήμιση και με όπλο την
αγάπη και το μεράκι των δημιουργών της, να παραμένει στον αφρό για μισό και
πλέον αιώνα.