Πρόκειται ίσως για το πιο γνωστό ξενοδοχείο
της Ελλάδας, το οποίο καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του, από το δεύτερο μισό
του 19ου αιώνα ως τις μέρες μας, φιλοξένησε κορυφαίες προσωπικότητες του
πλανήτη. Αρχηγοί κρατών, βασιλείς και πρίγκιπες της εποχής, πρωθυπουργοί και
υπουργοί, διεθνείς επιχειρηματίες, άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών,
επιφανείς δημοσιογράφοι, γνωστοί ηθοποιοί του θεάτρου και του κινηματογράφου
και πολλοί περιηγητές, υπήρξαν οι τακτικοί πελάτες του ξενοδοχείου, που
εξελίχθηκε στον επίσημο ξενώνα του ελληνικού κράτους.
Το 1842, ένας εύπορος Έλληνας της διασποράς,
ο Αντώνης Δημητρίου, αγοράζει μια μεγάλη έκταση στην Πλατεία Συντάγματος, όπου
χτίζει ύστερα από προτροπή του ίδιου του Οθωνα –για να κοσμήσει την πλατεία
όπου βρισκόταν το παλάτι- και υπό την επίβλεψη του εξαίρετου σχεδιαστή Θεόφιλου
Χάνσεν, ένα εντυπωσιακό νεοκλασικό κτίριο. Η έπαυλη αυτή, των 1760 τ.μ. και των
90 δωματίων, υπήρξε το πρώτο ιδιόκτητο οίκημα της Πλατείας Συντάγματος και
σύμφωνα με τις ανταποκρίσεις την εποχής «το δεύτερο σε μέγεθος ύστερα από το
παλάτι, αλλά ξεπερνώντας το στην πολυτέλεια».
Παρ’ όλα αυτά, η οικογένεια Δημητρίου θα
έμενε εκεί λίγα μόνο χρόνια, μέχρι το 1852. Για τα επόμενα τέσσερα χρόνια θα
χρησιμοποιηθεί από τον Όθωνα για τη φιλοξενία των επισκεπτών του παλατιού, ενώ
για δύο δεκαετίες, και μετά την εκδίωξη των Βαυαρών, θα ενοικιαστεί στη Γαλλική
Αρχαιολογική Σχολή. Η έπαυλη θα μετατραπεί σε πολυτελή ξενοδοχειακή μονάδα το
1874, όταν την ανέλαβε ο Σάββας Κέντρος, αγρότης από το Αργυρόκαστρο, που
ξεκίνησε ως βοηθός παντοπώλη στο Αγρίνιο και στη συνέχεια ασχολήθηκε με το
εμπόριο ζώων. Μεταγενέστερα, βέβαια, θα γίνει ιδιοκτήτης ξενοδοχείου στο κέντρο
της πόλης με το όνομα «Μεγάλη Βρετανία».
Το 1878, συνέβη ένα γεγονός που σημάδεψε ανεξίτηλα
τη μεταγενέστερη πορεία του ξενοδοχείου. Τότε, ο Ηπειρώτης ιδιοκτήτης ήρθε σε
επαφή με έναν τολμηρό νεαρό, πρώην μάγειρα του παλατιού με επιτυχημένη θητεία
στην τέχνη της φιλοξενίας στη Γαλλία, τον Στάθη Λάμψα. Οι δύο άνδρες αποφασίζουν
να συνεταιριστούν και λαμβάνουν δάνειο ύψους 800.000 δρχ. με απώτερο στόχο τη
δημιουργία ενός ξενοδοχείου ευρωπαϊκών προδιαγραφών.
Στη σκοτεινή, σκονισμένη το καλοκαίρι και
λασπωμένη το χειμώνα Αθήνα των μερικών δεκάδων χιλιάδων κατοίκων, το εγχείρημα
αυτό έμοιαζε εξαιρετικά παρακινδυνευμένο. Χαρακτηριστικό της δυσκολίας ήταν το
γεγονός ότι εκείνη την εποχή το ξενοδοχείο διέθετε μόλις δύο λουτρά για 80
κλίνες –όσοι επιθυμούσαν να κάνουν μπάνιο έπρεπε να το δηλώσουν από την
προηγούμενη μέρα- και ότι το προσωπικό αναγκαζόταν να κουβαλάει στο κτίριο νερό
με τους ντενεκέδες από τον πλανόδιο ‘’νερουλά’’.
Βέβαια, οι δύο άνδρες εκτιμούσαν ότι η
ύπαρξη ενός ξενοδοχείου ισάξιου με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά, στο οποίο οι
επισκέπτες αισθάνονταν άνετα σε οικείο περιβάλλον, θα έθετε τις προϋποθέσεις
για την ανάπτυξη ισχυρού ταξιδιωτικού ρεύματος υψηλού επιπέδου στην Ελλάδα. Η
πραγματική, όμως, επανάσταση θα λάβει χώρα στο χώρο της γαστριμαργίας, εκεί
όπου ο Λάμψας θα διαπρέψει. Ο ίδιος μάλιστα φρόντιζε να επιμεληθεί όλων των παρασκευαζόμενων
γευμάτων. Ο πολυτελής διάκοσμος, η προσεγμένη επίπλωση και τα βαρύτιμα σκεύη,
σε συνδυασμό με το υψηλών προδιαγραφών εστιατόριο που διέθετε, ανέδειξαν το
ξενοδοχείο σε έναν από τους ελάχιστους χώρους, όπου κατά τον E. Ροΐδη «ο
πλούσιος Ευρωπαίος γαστρίμαργος δύναται να ικανοποιήση την λαιμαργίαν του».
Εν τω μεταξύ, η μεγάλη πελατεία της εποχής
εκείνης είναι Άγγλοι που κάνουν το ‘’Grand Tour’’ μέσω Ελλάδας στην Αίγυπτο, το Σουέζ και την Ινδία. Για
το λόγο αυτό, το ξενοδοχείο θα ονομαστεί «Grande Bretagne». Η γαλλική απόδοση
του ονόματος επιλέχθηκε για να τιμηθεί μια γυναίκα, η Γαλλίδα σύζυγος του
Λάμψα, Παλμύρα Παλφρουά. Η δε προσφορά της δεν εξαντλείται στο όνομα, αφού η
ίδια εισήγαγε νέα ήθη στην εξυπηρέτηση πελατών, καθιερώνοντας σεμινάρια επιμόρφωσης
του προσωπικού και την εκμάθηση της πρέπουσας συμπεριφοράς προς τους πελάτες
σύμφωνα με τα αντίστοιχα πρότυπα της Δύσης.
Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, η «Μεγάλη
Βρεταννία» θα «καταστεί το πρώτο ξενοδοχείο της Ανατολής», το πιο αξιόλογο δηλαδή
κατάλυμα της Ανατολικής Ευρώπης. Δυστυχώς, ο Σάββας Κέντρος δεν θα έβλεπε τους
κόπους του να ανταμείβονται, αφού πέθανε το 1888, καθιστώντας τον Λάμψα τον
μοναδικό ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου. Την ίδια χρονιά ηλεκτροδοτήθηκε η «Μεγάλη
Βρεταννία», το πρώτο κτίριο –μετά το παλάτι- της Πλατείας Συντάγματος που πήρε
ρεύμα, προκαλώντας το θαυμασμό όλων.
Εν τω μεταξύ, ο δαιμόνιος Λάμψας, αποκτώντας
το γειτονικό σπίτι που ανήκε σε έναν από τους ήρωες του ’21, επεκτείνει το
ξενοδοχείο προς την οδό Πανεπιστημίου, στην πρώτη από μια σειρά προσαρτήσεων
γειτονικών κτιρίων που θα λάμβαναν χώρα τις επόμενες δεκαετίες, πριν το
ξενοδοχειακό συγκρότημα καταλάβει, τη δεκαετία του ’70 και αφού προστέθηκαν δύο
όροφοι, την έκταση επί της οποίας ορθώνεται σήμερα. Επίσης, εισάγει και μια
επαναστατική καινοτομία για το μεγαλοαστικό περιβάλλον της αθηναϊκής
πρωτεύουσας: τα χορευτικά δείπνα με ζωντανή μουσική, τα οποία σύντομα θα
αλλάξουν την εικόνα της νυχτερινής διασκέδασης των Αθηναίων.
Η ελίτ της αθηναϊκής κοινωνίας αγκαλιάζει το
ξενοδοχείο, στο οποίο πραγματοποιούνται όλες οι μεγάλες κοσμικές εκδηλώσεις της
πρωτευούσης. Το βαρύτιμο βιβλίο επισκεπτών υπογράφουν, μεταξύ άλλων, οι Πιερ
Ντε Κουπερτέν (που κατέλυσε στο ξενοδοχείο μαζί με τα μέλη της Διεθνής
Ολυμπιακής Επιτροπής και όλους τους ξένους αθλητές που συμμετείχαν στους
πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες), Μαρία Κάλλας, Αριστοτέλης Ωνάσης, Χένρι Φόντα, Ελίζαμπεθ
Τέιλορ, Αγά Χαν, Σοφία Λόρεν, Πολ Νιούμαν και Φράνκο Τζεφιρέλι.
Στην αυγή του 20ού αιώνα, καθώς η Αθήνα
αναπτυσσόταν, η ‘’Μεγάλη Βρεταννία’’ αποκτούσε σταδιακά σύγχρονες ανέσεις, όπως
νερό, κεντρική θέρμανση, τηλέφωνο και ασανσέρ. Ο Στάθης Λάμψας, που σήμερα
θεωρείται ο ‘’πατέρας’’ της ελληνικής φιλοξενίας, παρέδωσε, λίγο πριν το θάνατό
του το 1923, τη σκυτάλη σε έναν οξυδερκή κοσμοπολίτη δημοσιογράφο, σύζυγο της
κόρης του, τον Θεόδωρο Πετρακόπουλο, στα χρόνια του οποίου και των διαδόχων του
η «Μεγάλη Βρεταννία» -με εξαίρεση τα δύσκολα χρόνια του Πολέμου, όταν
επιτάχθηκε από τους Γερμανούς- θα συνεχίσει να αποτελεί σημείο αναφοράς της
κοινωνικής, πολιτιστικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής της Αθήνας και κατ'
επέκταση της Ελλάδας.
Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι η «Μεγάλη
Βρεταννία», αφού πέρασε, μέσα στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα,
από την Hyatt Regency Ξενοδοχειακή και Τουριστική στον όμιλο Λασκαρίδη (σήμερα,
το management έχει περάσει στην Marriott International), ψηφίστηκε to 1984 ως ένα από τα 50 καλύτερα
ξενοδοχεία όλου του κόσμου, ενώ το 2003, παραμονή των Ολυμπιακών Αγώνων, έκλεισε
για σχεδόν δύο χρόνια για να υποστεί ριζική ανακαίνιση, το κόστος της οποίας
έφθασε το δυσθεώρητο ύψος των 82 εκατ. ευρώ.
Πηγή: Επιχειρείν αλά ελληΝΙΚΑ (εκδ. Σταμούλη)
Πηγή: Επιχειρείν αλά ελληΝΙΚΑ (εκδ. Σταμούλη)