Ηλιος, θάλασσα, σουβλάκι...


Δεκαετία ‘80. Χάρη στις φθηνές πτήσεις και τα οικονομικά πακέτα διακοπών, ο κόσμος αρχίζει να ταξιδεύει και να γνωρίζει νέους τόπους, ήθη και έθιμα. Για πρώτη φορά, πολλοί Ευρωπαίοι εκτίθενται σε άγνωστες γι’ αυτούς τοπικές γαστρονομίες, τις οποίες συχνά φέρνουν πίσω στα σπίτια τους. Γνωρίζουν την ιταλική κουζίνα και τοπικές συνταγές της νότιας Γαλλίας και της Ισπανίας.

Την εποχή εκείνη δυστυχώς η Ελλάδα χάνει το τρένο, κάτι που θα της στοιχίσει τα κατοπινά χρόνια. Βασισμένη αποκλειστικά στο μοντέλο «ήλιος και θάλασσα», ζει από τον τουρισμό μόλις δύο μήνες το καλοκαίρι. Οι Ευρωπαίοι ταυτίζουν τη χώρα μας με το καλοκαίρι και ως εκ τούτου συρρέουν τους καλοκαιρινούς μήνες. Κάθε Σεπτέμβριο η χώρα ερημώνει από τουρίστες.

Αυτό όμως δεν ήταν το μοναδικό «έγκλημα». Ακόμα μεγαλύτερο ατόπημα ήταν η περιθωριοποίηση της ελληνικής κουζίνας, που σε μεγάλο βαθμό αποτελεί τη βάση της μεσογειακής διατροφής, και η ταύτισή της με κάποια χαρακτηριστικά πιάτα (ορισμένα από τα οποία είναι αμφιβόλου ελληνικότητας) που είναι μετρημένα στα δάκτυλα του ενός χεριού: μουσακά, τζατζίκι, γύρο, ελληνική σαλάτα και κεμπάπ.

Το ελληνικό φαγητό ταυτίζεται με τα πιάτα που σπάνε στις ταβέρνες και όχι για τα «διαμάντια» που βγάζει από τα σπλάχνα της η ελληνική γη (σκεφτείτε ότι διαθέτουμε 150 ποικιλίες σταφυλιών για την παραγωγή οίνων – μόλις πρόσφατα ο κρόκος Κοζάνης ταξίδεψε, σε απίστευτα μεγάλες ποσότητες, στην αχανή Κίνα). Οι δε αγρότες, ένα σημαντικό ποσοστό των οποίων ζούσε από τις επιδοτήσεις, δεν είχαν κανένα κίνητρο ώστε να παράγουν ποιοτικά προϊόντα, τα οποία θα μπορούσαν να σταθούν με αξιώσεις στο εξωτερικό.

Καταφέραμε, μέχρι πριν λίγα χρόνια, τα εκατομμύρια των τουριστών που μας επισκέπτονται να επιστρέφουν στα σπίτια τους χωρίς να έχουν καν γευτεί την πραγματική ελληνική κουζίνα, με μοναδικό σουβενίρ ένα άχαρο τσολιαδάκι (ακόμα και εκεί αποτυπώνεται η επιχειρηματική μας ένδεια). Καταφέραμε, επιδεικνύοντας αυτοκτονικές τάσεις, να αποσυνδέσουμε τον τουρισμό με την αληθινή γαστρονομία του κάθε τόπου και να χάσουμε τα τεράστια οικονομικά οφέλη που θα μπορούσαμε να είχαμε όλα αυτά τα χρόνια. Καταφέραμε να σερβίρουμε για πρωινό τις τυποποιημένες μαρμελάδες, μέλια και βούτυρα, όταν θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε αποκλειστικά τοπικά προϊόντα (το πρόγραμμα «Ελληνικό Πρωινό» μπήκε σε αρκετά ξενοδοχεία μόλις το 2010).

Πρόσφατα επισκέφτηκε τη χώρα μας ο Adrian Boswell, υπεύθυνος για την αγορά τυριών και προϊόντων ντελικατέσεν της φημισμένης αλυσίδας πολυκαταστημάτων Selfridge. «Σας γνωρίζουμε για το σουβλάκι, όχι για το αυγοτάραχο. Από τα 120 τυριά που υπάρχουν στο κατάστημα, μόλις δύο είναι ελληνικά», δήλωσε χαρακτηριστικά και αναρωτήθηκε πώς καταφέραμε να είμαστε έξω από το παιχνίδι της μεσογειακής διατροφής.

Όλα αυτά τη στιγμή που στον ετήσιο διαγωνισμό Great Taste Awards τα ελληνικά προϊόντα διαπρέπουν, αποσπώντας πληθώρα βραβείων (το 45% αυτών φεύγει με βραβείο, όταν το αντίστοιχο ποσοστό για άλλες χώρες δεν ξεπερνά το 35%).

Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια ο μεγάλος ασθενής δείχνει να ξυπνάει από το λήθαργο. Η τουριστική σεζόν δείχνει να επεκτείνεται, εναλλακτικές μορφές τουρισμού κάνουν δειλά δειλά την εμφάνισή τους, εξαίρετα ελληνικά τρόφιμα, τα οποία γνωρίζει ο τουρίστας κατά τις διακοπές του στη χώρα μας, βρίσκουν το δρόμο τους στο εξωτερικό. Τι χρειαζόταν; Οραμα, πλάνο, σύμπνοια, συνεργασία (καταλάβαμε έστω και αργά ότι μέσα από συλλογικότητες και όχι ο καθένας μόνος του, μπορούμε να ευημερήσουμε), μάρκετινγκ και branding.  Αν όλα αυτά τα είχαμε πριν τρεις δεκαετίες, σήμερα θα ήμασταν μια άλλη χώρα…


Νεότερη Παλαιότερη
Protopapadakis-biblia