«Ρίτσαρντ,
θα καταλήξεις είτε εκατοµµυριούχος είτε στη φυλακή», είχε πει το 1967 ο
διευθυντής του ιδιωτικού σχολείου στον 17χρονο, τότε, Ρίτσαρντ Μπράνσον, όταν
έµαθε για την απόφασή του να εγκαταλείψει το σχολείο. Ο νεαρός µαθητής θα
δικαίωνε τον καθηγητή του, αφού χάρη στο έντονα επιχειρηµατικό του πνεύµα θα
κατάφερνε σε λίγα µόλις χρόνια να δηµιουργήσει ένα κολοσσιαίο και πολυσχιδή
όµιλο επιχειρήσεων, αλλά και ο ίδιος προσωπικά να αναρριχηθεί στην κορυφή των
πιο αναγνωρίσιµων επιχειρηµατιών παγκοσµίως.
Γόνος
φτωχής οικογένειας από τη Βρετανία, ο Ρίτσαρντ Μπράνσον ξεχώρισε νωρίς από τα
άλλα παιδιά, λόγω κυρίως της υπερβολικής ενέργειας που διέθετε. Στην αρχή
διοχέτευσε την ενέργειά του στα σπορ, όµως µετά από ένα σοβαρό τραυµατισµό στο
γόνατο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το χόµπι του και να ασχοληθεί µε κάτι άλλο
εξίσου ανταγωνιστικό, όπως ήταν η επιχειρηµατικότητα.
Το
1961, 11 χρόνων µόνο, φαίνεται το επιχειρηµατικό του δαιµόνιο, όταν φύτεψε 1000
σπόρους, ευελπιστώντας ότι θα τους πουλούσε τα Χριστούγεννα ως δέντρα. Όταν οι
λαγοί έφαγαν όλους τους σπόρους, ο µικρός στράφηκε στην ανατροφή ενός
συγκεκριµένου τύπου παπαγάλου, όµως και αυτή η προσπάθεια δεν απέδωσε, αφού τα
ποντίκια έφαγαν όλους τους παπαγάλους.
Οι
πρώτες αυτές αποτυχίες δεν πτόησαν τον Μπράνσον, ο οποίος πριν κλείσει τα 16
χρόνια δραστηριοποιείται στην έκδοση ενός µαθητικού περιοδικού. Οι γονείς του
νεαρού πίστευαν ότι το τέκνο τους απλώς εξέδιδε µια µαθητική εφηµερίδα, όµως
σύντοµα έµαθαν ότι θα πήγαινε στο Λονδίνο για να προσελκύσει διαφηµίσεις για το
περιοδικό του. Πάντως, δεν ανησύχησαν, αφού πίστευαν ότι µε τις 100 µόλις
στερλίνες που διέθετε ο εκκολαπτόµενος επιχειρηµατίας, το ρίσκο δεν θα ήταν
πολύ µεγάλο.
Το
1968, προς µεγάλη έκπληξη των γονιών του, το πρώτο περιοδικό, που περιείχε
ενδιαφέροντα και πρωτότυπα άρθρα αλλά και συνεντεύξεις από δηµοφιλείς
καλλιτέχνες, θα παρουσιαζόταν και θα είχε ανεπανάληπτη επιτυχία πουλώντας πάνω
από 100.000 τεµάχια. Τότε ήταν που ο νεαρός Μπράνσον παράτησε το σχολείο
ωθούµενος από το επιχειρηµατικό του δαιµόνιο.
Το
περιοδικό του Μπράνσον άρχισε να γιγαντώνεται, όµως αυτό δεν έφθανε για να
ικανοποιήσει τις αυξηµένες φιλοδοξίες και το ανήσυχο πνεύµα του δηµιουργού του,
ο οποίος σύντοµα προέβη σε µια άλλη επιχειρηµατική κίνηση, αυτή της
ταχυδροµικής πώλησης δίσκων. Σε µια εποχή όπου οι δίσκοι ήταν πολύ ακριβοί, ο
νεαρός εκµεταλλεύτηκε την ευκαιρία πουλώντας τους κατά 15% φθηνότερα, χάρη
κυρίως στο συγκριτικό πλεονέκτηµα κόστους που είχε έναντι των παραδοσιακών
καταστηµάτων. Οι πωλήσεις εκτοξεύτηκαν και σύντοµα ο Μπράνσον βρέθηκε να
αναζητεί υπαλλήλους για να ικανοποιήσει όλες τις παραγγελίες.
Όµως,
µια απεργία των βρετανικών ταχυδροµείων ανάγκασε τον Βρετανό επιχειρηµατία να
αλλάξει στρατηγική, ανοίγοντας ένα κατάστηµα εκπτωτικής πώλησης δίσκων, το
οποίο είχε άµεση επιτυχία, καθιστώντας τον ιδρυτή της εκατοµµυριούχο, όπως
ακριβώς είχε προβλέψει ο καθηγητής του. Επαναστάτης εκ φύσεως, ο Μπράνσον
επέλεξε ένα αντισυµβατικό όνοµα, το Virgin, που συµβόλιζε την «παρθενική» του
επιχειρηµατική δραστηριότητα. Αυτή θα ήταν και η φιλοσοφία του ιδρυτή, ο
οποίος, όταν επέκτεινε τις δραστηριότητές του σε νέους επιχειρηµατικούς
κλάδους, θα χρησιµοποιούσε αυτό το όνοµα για να δηλώσει την απειρία του.
Βέβαια,
αυτή η έλλειψη εµπειρίας δεν στάθηκε εµπόδιο στην πολυσχιδή ανάπτυξη της
εταιρείας του που σήµερα αριθµεί τουλάχιστον 300 επιχειρήσεις, οι οποίες
δραστηριοποιούνται σε διάφορους χώρους, από αεροπορικές και τουριστικές
υπηρεσίες µέχρι πώληση κρασιού, προφυλακτικών και κινητών τηλεφώνων. Ο Μπράνσον
φρόντιζε για όποιον τοµέα τον ενδιέφερε να συλλέγει αρκετά στοιχεία και
πληροφορίες, ώστε να διαµορφώνει τη δική του µοναδική στρατηγική. Προτιµούσε,
πάντως, κλάδους είτε προβληµατικούς είτε ελεγχόµενους από έναν µεγάλο
ανταγωνιστή, και να παίζει το ρόλο του Δαυίδ απέναντι στον Γολιάθ. Σ’ αυτόν,
εξάλλου, αποδίδεται και η ρήση «Οι δεινόσαυροι δεν έζησαν για πάντα».
Το
1973, ο 23χρονος Μπράνσον, αναζητώντας νέες προκλήσεις, ίδρυσε δισκογραφική
εταιρεία και σύντοµα προσέλκυσε έναν νεαρό και ταλαντούχο καλλιτέχνη, τον Μάικ
Όλντφιλντ. Το άλµπουµ του πούλησε πέντε εκατοµµύρια αντίτυπα παγκοσµίως και
λειτούργησε σαν µαγνήτης για να υπογράψουν συµβόλαιο µε την Virgin Records και
άλλοι ροκ καλλιτέχνες.
Γνωρίζατε ότι...
Ως
λάτρης της περιπέτειας και, φυσικά, της δηµοσιότητας, ο Ρίτσαρντ Μπράνσον δεν
δίστασε, το 1985, να διασχίσει τον Ατλαντικό µε ταχύπλοο, προκειµένου να σπάσει
το παγκόσµιο ρεκόρ. Ύστερα από µία αποτυχηµένη προσπάθεια, όταν βυθίστηκε τρεις
µόλις ώρες πριν τον τερµατισµό, προσπάθησε ξανά την επόµενη χρονιά
καταφέρνοντας να σπάσει το ρεκόρ.
Το
1987, αποπειράθηκε να περάσει τον Ατλαντικό, αυτή τη φορά µε αερόστατο, σε µια
προσπάθεια να προσελκύσει τα φώτα τα επικαιρότητας στην αεροπορική εταιρεία που
µόλις είχε ιδρύσει. Αν και τελικά διέσχισε τον ωκεανό, δεν µπόρεσε να
προσεδαφισθεί µε ασφάλεια, µε αποτέλεσµα να κινδυνεύσει να πνιγεί κοντά στις
ακτές της Ιρλανδίας.
Όπως
ήταν φυσικό, ο πολυµήχανος Βρετανός σύντοµα αναζήτησε και άλλες επιχειρηµατικές
ευκαιρίες, όπως η ίδρυση πρωτοποριακής αεροπορικής εταιρείας που θα παρείχε
ποιοτικές υπηρεσίες σε προσιτές τιµές, ξενοδοχείων, τουριστικών πρακτόρων,
τρένων, ακόµα και αποστολής τουριστών στο διάστηµα… Εξάλλου, όπως τονίζει και ο
ίδιος: «Οι επιχειρηµατικές ευκαιρίες είναι σαν τα τρένα. Πάντα θα περάσει το
επόµενο».
Σήµερα
η αξία του οµίλου επιχειρήσεων της Virgin, που απασχολεί 25.000 άτοµα,
προσεγγίζει τα 3,5 δισ. δολάρια. Η διορατικότητα και το αστείρευτο
επιχειρηµατικό πνεύµα του ενίοτε εκκεντρικού δηµιουργού όλης αυτής της
ιδιότυπης αυτοκρατορίας, του έδωσαν µια θέση στο πάνθεον των πιο πλουσίων και
διάσηµων ανθρώπων παγκοσµίως.
Πάντως,
ο Σερ Ρίτσαρντ Μπράνσον, σε αντίθεση µε άλλους επιτυχηµένους επιχειρηµατίες,
εξακολουθεί να παραµένει « προσγειωµένος», οδηγώντας ένα αυτοκίνητο του 1959,
για το οποίο πλήρωσε µόλις 6.000 δολάρια, και φορώντας πουλόβερ και τζιν,
αρνούµενος πεισµατικά να υποκύψει στη γραβάτα και το σακάκι. Οι δραστηριότητές
του, πάντως, δεν περιορίζονται µόνο στον επιχειρηµατικό τοµέα, αλλά και σ’
αυτόν της φιλανθρωπίας (ως ιδρυτή ιδρύµατος για τα παιδιά µε AIDS) και της
προστασίας του περιβάλλοντος, όπου θα διαθέσει τρία δισ. δολάρια σε ένα
δεκαετές πρόγραµµα για την αντιµετώπιση του προβλήµατος της υπερθέρµανσης του
πλανήτη.
Πηγή: Γνωστά Ονόματα, Αγνωστες Ιστορίες 3 (εκδ. Σταμούλης)
Πηγή: Γνωστά Ονόματα, Αγνωστες Ιστορίες 3 (εκδ. Σταμούλης)