Ας
είμαστε ειλικρινείς. Δεν ήμασταν ποτέ καλοί, ως έθνος, στη διαχείριση κρίσεων.
Ρε φίλε, δεν το έχουμε, πώς να το κάνουμε; Σχεδόν πάντα καταφέρνουμε να
παίρνουμε βαθμολογία κάτω από τη βάση, μολονότι αρκετές από αυτές τις κρίσεις τείνουν
να επαναλαμβάνονται. Σχεδόν πάντα τα γεγονότα (π.χ. πυρκαγιές, πλημμύρες, διακοπές
υδροδότησης ή ηλεκτροδότησης, τρομοκρατικές ενέργειες, σεισμοί, ατυχήματα, αποκολλήσεις
βράχων σε δημοφιλείς παραλίες, διαχείριση απορριμμάτων) μας πιάνουν εξ απήνης.
Αν τώρα
αναρωτιέστε για ποιο λόγο είμαστε πάντα απροετοίμαστοι, η απάντηση είναι
ξεκάθαρη. Διότι πολύ απλά, πέρα από την ανικανότητα να συντάξουμε ένα
λειτουργικό πλάνο διαχείρισης της κρίσης (βλέπε Κέρκυρα, ένα τουριστικό νησί
που φέτος πνίγηκε από τα σκουπίδια), πιστεύουμε (ή προσευχόμαστε) ότι η κρίση
δεν θα συμβεί ποτέ σε εμάς, παρά μόνο στους άλλους. Πιστεύουμε ότι σε αυτή τη
ζωή ή κατά τη διάρκεια της θητείας μας, αν είμαστε πολιτικά πρόσωπα, θα την
σκαπουλάρουμε, θα τη βγάλουμε καθαρή.
Το
πιο πρόσφατο παράδειγμα ανεπαρκούς διαχείρισης μιας κρίσης έλαβε χώρα πριν
λίγες εβδομάδες στην Υδρα, όταν διακόπηκε η ηλεκτροδότηση και η υδροδότηση για
30 ολόκληρες ώρες (!), όλα αυτά μέσα στην καρδιά του καλοκαιριού. Δυστυχώς, το
συγκεκριμένο ταπεινωτικό συμβάν φανερώνει και μία ακόμη παθογένεια που μας
χαρακτηρίζει: αντιμετωπίζουμε το τουριστικό προϊόν, τον αιμοδότη της ελληνικής
οικονομίας, με απίστευτη ελαφρότητα και ελάχιστη σοβαρότητα, διακατεχόμενοι από
μία επιδερμική προσέγγιση και αδιαφορώντας επιδεικτικά για τις συνέπειες που
αυτό μπορεί να έχει για τον τουρισμό μας.
Όταν
ζεις από τον τουρισμό, δεν μπορείς να τα αφήνεις όλα στην τύχη. Και φυσικά δεν
αναφέρομαι μόνο στην πολιτεία και στην εκάστοτε τοπική αυτοδιοίκηση, που δεν
έκαναν σωστά τη δουλειά τους (κανένας δεν έκανε συντήρηση στο δίκτυο, ενώ στο
εργοστάσιο αφαλάτωσης δεν υπήρχε γεννήτρια), αλλά και στους επαγγελματίες που
δραστηριοποιούνται στο χώρο του τουρισμού, οι οποίοι βγήκαν στα ΜΜΕ και
κατακεραύνωναν την πολιτεία και τη ΔΕΗ επειδή αναγκάστηκαν να πετάξουν τα αναλώσιμα
και να χάσουν ένα σημαντικό μέρος της πελατείας τους (υπολογίζεται ότι το
20-30% των επισκεπτών, άπλυτοι, ρυπαροί, ταλαιπωρημένοι και μη αντέχοντας τη
δυσοσμία, πήραν το πλοίο της γραμμής και πήγαν αλλού).
Αλήθεια,
όλοι αυτοί που θέλουν να λέγονται επαγγελματίες, τι έκαναν; Τίποτα. Μα είναι
δυνατόν ένας ιδιοκτήτης μερικών ενοικιαζόμενων δωματίων, ένα εστιατόριο, ένας φούρνος,
να μην επενδύσουν στο προφανές: μια γεννήτρια. Σωστά, κοστίζει μια γεννήτρια,
αλλά όταν τα πράγματα στραβώσουν, κάτι που νομοτελειακά θα συμβεί κάποια
στιγμή, θα βγάλει τα λεφτά της και με το παραπάνω.
Δυστυχώς
οι περισσότεροι «επαγγελματίες» του χώρου αντιμετωπίζουν τον τουρισμό ως έναν
τραπεζικό λογαριασμό όπου κάνουν μόνο αναλήψεις και καμία κατάθεση. Αντί να
επανεπενδύσουν ένα μέρος των εσόδων, αυτοί επιλέγουν να τα ξοδεύουν με
ποικίλους τρόπους.
Ωστόσο,
κάποιοι πιο «έξυπνοι» και προνοητικοί κατάφεραν να μετατρέψουν την κρίση σε
ευκαιρία. Όπως ένα μίνι-μάρκετ στην προκυμαία της Υδρας, που διέθετε γεννήτρια, το οποίο
–ελέω της ακύρωσης προγραμματισμένης συναυλίας- χάρη σε ένα πολύπριζο για να
φορτίζουν οι τουρίστες το κινητό τους, μετατράπηκε σε κέντρο νυχτερινής διασκέδασης.
Η
αρχή 1-10-100
Η
περίπτωση της Υδρας και όχι μόνο, εκφράζει στο έπακρον μία αρχή του μάρκετινγκ
και του ποιοτικού ελέγχου, την αρχή 1-10-100. Σύμφωνα με αυτήν, για κάθε ένα
ευρώ που ξοδεύεται για την πρόληψη (π.χ. συντήρηση και αναβάθμιση του δικτύου, εγκατάσταση
γεννήτριας), εξοικονομούνται 10 ευρώ σε έξοδα επιθεώρησης και επισκευών (π.χ.
διαφυγόντα κέρδη, καταστροφή ευπαθών προϊόντων) και 100 ευρώ που θα χαθούν καθώς έχουν να κάνουν με τη δυσαρέσκεια του καταναλωτικού κοινού (π.χ. έντονη δυσαρέσκεια
και παράπονα των επισκεπτών και διεθνής διασυρμός από τα ΜΜΕ, ηλεκτρονικά και
μη). Ας το έχουν υπ’ όψιν ορισμένοι…