Ως
γνωστόν, οι τιμές στην ελεύθερη αγορά καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από το νόμο
της προσφοράς και της ζήτησης. Όταν ένα προϊόν, για παράδειγμα, έχει μεγάλη
ζήτηση ή χαμηλή προσφορά, η τιμή ανεβαίνει και αντιστρόφως. Υπάρχουν, βέβαια, και οι εξαιρέσεις
του κανόνα. Μία από αυτές αφορά τα αγαθά πολυτελείας, εν προκειμένω την Burberry…
Όπως
αποκάλυψαν πρόσφατα οι Times, ο διάσημος οίκος μόδας πολυτελείας έκαψε (!)
ρούχα και καλλυντικά αξίας 32 εκατ. ευρώ το 2017 (50% περισσότερα από το 2016),
όσο δηλαδή κοστίζουν 20.000 καμπαρντίνες Burberry!
Για
ποιο λόγο όμως η αγγλική εταιρεία, που φημίζεται για τις πανάκριβες καμπαρντίνες
και τσάντες της, καταστρέφει τα προϊόντα της; Η απάντηση είναι απλή: για να μην
πλήξει τη φήμη και την εικόνα της (η οποία σπιλώνεται και από τα κάθε λογής
κλεμμένα ή πλαστά ρούχα της που κυκλοφορούν στην αγορά).
Τα
προϊόντα που καταστράφηκαν (με ειδικές μεθόδους, για να μην επιβαρύνουν το
περιβάλλον και προκαλέσουν τη μήνιν των περιβαλλοντικών οργανώσεων) ήταν αδιάθετα, διογκώνοντας τα αποθέματα της εταιρείας. Ως εκ τούτου, για να μην πωληθούν σε τιμή
ευκαιρίας και καταλήξουν «σε λάθος χέρια», καθότι το κοινό της είναι συγκεκριμένο
και απαιτητικό, η Burberry ακολούθησε την πεπατημένη (την πολιτική καταστροφής των
εμπορευμάτων ακολουθούν κι άλλες μεγάλες εταιρείες, όπως οι Montblanc, Cartier, Nike κ.ά.) και
τα κατέστρεψε.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρακτική της καταστροφής των αποθεμάτων έλκει την καταγωγή της από τα πρώτα χρόνια του επιχειρείν. Ενάμιση αιώνα πριν, ο Ισαάκ Σίνγκερ, της φερώνυμης εταιρείας, κατέστρεφε τις μεταχειρισμένες ραπτομηχανές ώστε να παρακινήσει τις νοικοκυρές να αγοράσουν τις νέες (και πιο ακριβές).
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρακτική της καταστροφής των αποθεμάτων έλκει την καταγωγή της από τα πρώτα χρόνια του επιχειρείν. Ενάμιση αιώνα πριν, ο Ισαάκ Σίνγκερ, της φερώνυμης εταιρείας, κατέστρεφε τις μεταχειρισμένες ραπτομηχανές ώστε να παρακινήσει τις νοικοκυρές να αγοράσουν τις νέες (και πιο ακριβές).