Τα διάσημα
γυαλιά Ray-Ban δεν
έχουν μόνο τις μεγαλύτερες πωλήσεις γυαλιών στον κόσμο, αλλά αποτελούν και ένα
εξαίρετο παράδειγμα με happy end,
όπως στις ελληνικές ταινίες. Ας δούμε λοιπόν 9 πράγματα που πιθανόν να μην
γνωρίζαμε για αυτά:
Ø
Το 1929, ο Στρατηγός MacCready ζήτησε από την αμερικάνικη
εταιρεία Bausch & Lomb να κατασκευάσει ένα νέο τύπο γυαλιών, για την
Πολεμική Αεροπορία, που να προστατεύει τους πιλότους από το θάμπωμα όταν
βρίσκονταν σε μεγάλα υψόμετρα, εξασφαλίζοντας συγχρόνως ευκρινή πεδία
ορατότητας.
Ø
Το πρώτο μοντέλο βγήκε στην αγορά το 1936 και
διέθετε πλαστικό σκελετό, πράσινους φακούς και το κλασικό σχήμα Aviator.
Ø
Τα Ray-Ban Wayfarer,
μακράν το πιο δημοφιλές μοντέλο της εταιρείας, κατασκευάστηκαν το 1952. Σε
αντίθεση με τα Aviator,
που προορίζονταν για τους πιλότους, στρατιώτες, αστυνομικούς και ψαράδες, ήταν
μοντέρνα και απευθύνονταν στο ευρύ κοινό.
Ø
Ο σχεδιαστής τους αντικατέστησε τον εύθραυστο
μεταλλικό σκελετό με ανθεκτικό πλαστικό, τους λεπτούς βραχίονες με χοντρούς
καμπυλωτούς που αγκαλιάζουν το αυτί και τους διάφανους φακούς με σκούρους
μαύρους σε τραπεζοειδές σχήμα. Το δημιούργημά του απευθυνόταν τόσο σε άντρες όσο
και σε γυναίκες.
Ø Κυκλοφόρησε σε 50 και πλέον παραλλαγές και
καθιερώθηκε από τη βιομηχανία του Χόλιγουντ (Τζέιμς Ντιν, Οντρι Χέπμπορν, Τζον
Κένεντι, Μαντόνα κ.ά.).
Ø
Κάποτε ο Νίκολσον είχε πει για αυτά: «Όταν φοράω
τα γυαλιά ηλίου μου, είμαι ο Τζακ Νίκολσον. Χωρίς αυτά, είμαι ένας χοντρός
εξηντάρης».
Ø
Η πτώση ξεκινάει από τη δεκαετία του
’70. Τα Ray-Ban πια
έχουν κουράσει, δεν έχουν κάτι νέο να επιδείξουν. Την ίδια στιγμή, ο
ανταγωνισμός τα αφήνει πίσω. Η εταιρεία χρειάζεται επειγόντως επανατοποθέτηση
για να επιβιώσει.
Ø
Το 1982, η Ray-Ban (ανάγοντας το product placement σε
άλλο επίπεδο) υπογράφει ετήσιο συμβόλαιο 50.000 δολαρίων με τις εταιρείες
παραγωγής του Χόλυγουντ, ώστε οι σταρ να φορούν Ray-Ban σε ταινίες, shows αλλά
και τις προσωπικές τους εμφανίσεις.
Ø
Το πείραμα πέτυχε. Το 1983 φορέθηκαν από τον Τομ
Κρουζ για τις ανάγκες της ταινίας Risky Business. Οι πωλήσεις (από 18.000 ζευγάρια το 1980) εκείνη τη
χρονιά έφθασαν τα 360.000 ζευγάρια (1,5 εκατ. μέχρι το 1986).