Η είδηση ότι η χώρα μας αποτελεί την τρίτη δημοφιλέστερη επιλογή για πολυτελείς διακοπές στη Μεσόγειο αναμφίβολα χαροποίησε αρκετούς στον χώρο του τουρισμού. Ως πολυτελείς διακοπές ορίζονται όλες οι δαπάνες προερχόμενες από επισκέπτες που ξοδεύουν περισσότερα από 750 ευρώ την ημέρα (συμπεριλαμβάνεται και το κόστος των αεροπορικών εισιτηρίων) για διαμονή 1-3 ημερών.
Οι διακοπές πολυτελείας στη Μεσόγειο αριθμούν περίπου 4,4 εκατ. επισκέπτες σε ετήσια βάση, που ξοδεύουν κατά μέσο όρο 833 ευρώ/μέρα. Η Ελλάδα προσελκύει το 9% εκ αυτών, περίπου 400.000 επισκέπτες, αρκετά πίσω από Ιταλία και Ισπανία, που αμφότερες καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας (περίπου το 67%).
Το νέο αυτό, ωστόσο, έχει ποικίλες αναγνώσεις και μία από αυτές είναι ότι υστερούμε δραματικά έναντι των δύο βασικών ανταγωνιστών μας. Είναι προφανές, δεδομένου των συγκριτικών πλεονεκτημάτων που διαθέτει η χώρα μας, ότι εδώ και χρόνια κάνουμε κάτι λάθος. Βλέπουμε το δέντρο και χάνουμε το δάσος.
Κοινώς κυνηγάμε τα νούμερα και πανηγυρίζουμε κάθε φορά που κάνουμε ρεκόρ στις αφίξεις (αναμένονται 30 εκατ. φέτος), όταν θα έπρεπε να τα βάλουμε κάτω και να δούμε για ποιο λόγο δεν μπορούμε να προσελκύσουμε τον ποιοτικό τουρίστα, ο οποίος είναι αυτός, σε αντίθεση με τον "βραχιολάκια", που θα κινήσει την τοπική και όχι μόνο, οικονομία.
Ολα, λένε, ότι είναι θέμα μάρκετινγκ (προσέξτε, μάρκετινγκ δεν ορίζεται μόνο η προβολή), και αυτό αναμφίβολα ισχύει για την περίπτωσή μας. Από τη μία η έλλειψη υποδομών και από την άλλη η παροχή, χρόνια τώρα, ενός υποδεέστερου προϊόντος (βλέπε all inclusive και εξάρτηση από μεγάλους tour-operators), που συν τοις άλλοις χαρακτηρίζεται από έντονη εποχικότητα, συνεπικουρούμενη από τις χρόνιες παθογένειες στο κομμάτι της προβολής, μας έχει καταδικάσει σε ρόλο κομπάρσου, αντί πρωταγωνιστή.
Οι διακοπές πολυτελείας στη Μεσόγειο αριθμούν περίπου 4,4 εκατ. επισκέπτες σε ετήσια βάση, που ξοδεύουν κατά μέσο όρο 833 ευρώ/μέρα. Η Ελλάδα προσελκύει το 9% εκ αυτών, περίπου 400.000 επισκέπτες, αρκετά πίσω από Ιταλία και Ισπανία, που αμφότερες καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας (περίπου το 67%).
Το νέο αυτό, ωστόσο, έχει ποικίλες αναγνώσεις και μία από αυτές είναι ότι υστερούμε δραματικά έναντι των δύο βασικών ανταγωνιστών μας. Είναι προφανές, δεδομένου των συγκριτικών πλεονεκτημάτων που διαθέτει η χώρα μας, ότι εδώ και χρόνια κάνουμε κάτι λάθος. Βλέπουμε το δέντρο και χάνουμε το δάσος.
Κοινώς κυνηγάμε τα νούμερα και πανηγυρίζουμε κάθε φορά που κάνουμε ρεκόρ στις αφίξεις (αναμένονται 30 εκατ. φέτος), όταν θα έπρεπε να τα βάλουμε κάτω και να δούμε για ποιο λόγο δεν μπορούμε να προσελκύσουμε τον ποιοτικό τουρίστα, ο οποίος είναι αυτός, σε αντίθεση με τον "βραχιολάκια", που θα κινήσει την τοπική και όχι μόνο, οικονομία.
Ολα, λένε, ότι είναι θέμα μάρκετινγκ (προσέξτε, μάρκετινγκ δεν ορίζεται μόνο η προβολή), και αυτό αναμφίβολα ισχύει για την περίπτωσή μας. Από τη μία η έλλειψη υποδομών και από την άλλη η παροχή, χρόνια τώρα, ενός υποδεέστερου προϊόντος (βλέπε all inclusive και εξάρτηση από μεγάλους tour-operators), που συν τοις άλλοις χαρακτηρίζεται από έντονη εποχικότητα, συνεπικουρούμενη από τις χρόνιες παθογένειες στο κομμάτι της προβολής, μας έχει καταδικάσει σε ρόλο κομπάρσου, αντί πρωταγωνιστή.