Μία
από τις πιο δύσκολες αποφάσεις που έχει να λάβει ο ιδιοκτήτης μιας εταιρείας ή ενός
καταστήματος είναι όταν διαπιστώνει ότι, προκειμένου να εξασφαλίσει τη
βιωσιμότητά του, θα πρέπει να αυξήσει τις τιμές. Ο φόβος ότι η αύξηση των τιμών
θα έχει ως επακόλουθο τη δυσαρέσκεια των πελατών του, με ό,τι αυτό συνεπάγεται,
πλανάται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι του.
Προφανώς
αυτό το φόβο είχε το ζαχαροπλαστείο Κυβέλη, όταν αποφάσισε πριν λίγες μέρες να
αυξήσει την τιμή του cheesecake,
που αποτελεί το σήμα-κατατεθέν της εν λόγω εταιρείας, από τα 3,5 στα 4,5 ευρώ
(αύξηση περίπου 30% - αν κρίνω, πάντως, από τις τοποθεσίες των δύο
καταστημάτων, προφανώς απευθύνεται σε ευκατάστατη πελατεία).
Τι έκανε
λοιπόν η ιδιοκτήτρια του ζαχαροπλαστείου; Στους πελάτες που αγόραζαν κάτι,
έβαζε μέσα στην σακούλα αυτή την επιστολή, όπου ουσιαστικά, αφού πρώτα
παραθέτει την διαδρομή της, τεκμηριώνει την απόφασή της να αυξήσει τις τιμές,
διατεινόμενη ότι ήταν η μοναδική λύση καθώς δεν επιθυμούσε ποτέ να κάνει
εκπτώσεις στην ποιότητα.
Είναι
σίγουρο ότι για μια μερίδα του κοινού, αυτή η κίνηση με την «δακρύβρεχτη» ιστορία
δεν θα βρει ευήκοα ώτα, καθότι θα εκληφθεί ως κοροϊδία, ως ένας φθηνός τρόπος
για να δικαιολογηθούν υπέρογκες αυξήσεις. Από την άλλη, θα υπάρχουν και άλλοι πελάτες
που πιθανώς να εκτιμήσουν αυτή την ρηξικέλευθη προσέγγιση της ιδιοκτήτριας, η
οποία προτίμησε να τους κοιτάξει στα μάτια και να τους ενημερώσει για την
αναπροσαρμογή των τιμών.