Κατά το παρελθόν, τα Starbucks, που μετρούν 24.000
καταστήματα ανά τον πλανήτη, έχουν επικριθεί ότι υιοθετούν πρακτικές αθέμιτου
ανταγωνισμού.
Συγκεκριμένα η επεκτατική τους
πολιτική στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στον «πνιγμό» των μικρών και ανεξάρτητων
ανταγωνιστών. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με διάφορους τρόπους, όπως τη
δημιουργία καταστημάτων σε μικρές περιοχές, τα οποία μολονότι είναι ζημιογόνα,
αποσκοπούν στο να πετάξουν εκτός αγοράς τους ντόπιους ανταγωνιστές, ή
εναλλακτικά την προσφορά υψηλότερων ενοικίων στους ιδιοκτήτες των ακινήτων όπου
εδρεύουν οι ανταγωνιστές.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά η περίπτωση τοπικής
καφετέριας στη Νέα Υόρκη, που ανήρτησε πινακίδα στη βιτρίνα όπου κατηγορούσε τα Starbucks ότι
την εξώθησαν σε έξωση.
Μία επίσης στρατηγική είναι αυτή
του clustering (συμπλέγματος), της δημιουργίας δηλαδή διαφόρων καταστημάτων
σε μια μικρή σχετικά περιοχή. Αυτός είναι και ο λόγος που η αμερικάνικη εταιρεία εβραϊκών συμφερόντων έχει κατηγορηθεί ότι
«κανιβαλίζει» την αγορά, με αποτέλεσμα το ένα κατ άστημά της να κλέβει πωλήσεις
από το άλλο.