Στα μέσα του 19ου αιώνα, σε μια εποχή όπου η
οικονομία της χώρας αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, ο πληθυσμός ανέρχεται,
περίπου, στους 1.250.000 κατοίκους. Συγκοινωνιακό δίκτυο δεν υπάρχει, ενώ το
μόνο εξαγώγιμο προϊόν είναι η σταφίδα, σε μια αγροτική χώρα όπου η βιομηχανική
ανάπτυξη είναι υποτυπώδης. Ωστόσο, κάπου εκεί, ιδιαίτερα μετά τη λήξη του
Κριμαϊκού Πολέμου το 1856, αρχίζουν να εντοπίζονται τα πρώτα ψήγματα
βιομηχανικής δραστηριότητας, τα οποία γίνονται πιο έντονα όταν η σταφίδα
αρχίζει να αντιμετωπίζει χρόνια κρίση. Ως εκ τούτου, το απούλητο πλεόνασμα της
σταφίδας ουσιαστικά ωθεί πολλούς αγρότες στη δημιουργία οινοποιείων.
Την εποχή εκείνη στην απομακρυσμένη Τένεδο ο
Ευστράτιος Μαλαματίνας –τα περισσότερα ονόματα στο νησί χαρακτήριζαν την
προσωπικότητα του ανθρώπου, εξ ου και το εν λόγω όνομα μάλλον προερχόταν από
τον όρο «μάλαμα»- αποφάσισε να ασχοληθεί με την οινοποίηση λευκών σταφυλιών από
τα ιδιόκτητα αμπέλια του. Ήταν όμως ο γιος του «πατριάρχη» της οικογενειακής
ενασχόλησης με το κρασί, ο Κωνσταντίνος, αυτός που θα εντατικοποιούσε την
παραγωγή και, όντας εξωστρεφής, θα έστελνε λευκό κρασί με καΐκια στα βορειότερα
λιμάνια.
Το 1895 ο Κωνσταντίνος Μαλαματίνας ιδρύει
στην Αλεξανδρούπολη, όπου λόγω των τεταμένων σχέσεων με την Τουρκία φυγαδεύτηκε
μαζί με την οικογένειά του, το πρώτο οινοποιείο της οικογένειας, με την
επωνυμία «Τένεδος», όπου εγκαινιάζει, υιοθετώντας το πατρικό μυστικό της
«μεθυστικής αυθεντικής συνταγής», την παραγωγή του οίνου «ρετσίνα». Η αποδοχή
του παραδοσιακού αυτού προϊόντος, οι ρίζες του οποίου χάνονται στην αρχαία
Ελλάδα, είναι εντυπωσιακή, με τους ντόπιους και τους πελάτες που αγνοούσαν το
όνομά του να λένε «αυτός που μας έφερε τη ρετσίνα».
Η Μικρασιατική Καταστροφή και η προσάρτηση
της Ίμβρου και της Τενέδου στην Τουρκία, εξαναγκάζει την οικογένεια να
αποχωριστεί τα ιδιόκτητα αμπέλια της και να στραφεί στα μεγάλα οινοπαραγωγικά
κέντρα της χώρας. Ο Κωνσταντίνος ταξιδεύει σε όλα τα αμπελοχώρια της Ελλάδας
και αποκτά στέκι στο Πόρτο Λάγος και στην Αυλίδα Βοιωτίας, όπου αξιοποιεί την
τοπική παραγωγή σταφυλιών, την ποικιλία «Σαββατιανό».
Τη δεκαετία του ’40 αναλαμβάνει ο γιος του
Ευάγγελος, με σπουδές χημικού και οινολόγου αλλά και διακατεχόμενος από τον
ίδιο ζήλο και πάθος για την επιχείρηση. Είναι αυτός που θα τελειοποιήσει και θα
σταθεροποιήσει τη γεύση και το άρωμα της ρετσίνας καθώς θα εισάγει την επιστημονική
γνώση στην παραγωγή κρασιού, εκσυγχρονίζοντας και αναβαθμίζοντας την παραγωγική
διαδικασία.
Ωστόσο η μεγαλύτερή του συμβολή είχε να
κάνει με την καθιέρωση, το 1957, της «εμφιάλωσης ευρείας κατανάλωσης», όντας ο
πρώτος που εμφιαλώνει τη ρετσίνα στη γνωστή φιάλη. Η καινοτομία αυτή, πέρα από
τα φανερά οικονομικά οφέλη είχε και κοινωνικά, καθώς πλέον είναι δυνατή η
απορρόφηση όλης της παραγωγής των αμπελουργών. Πλέον το ελληνικό παραδοσιακό
κρασί έχει ταυτότητα και σήμα, με τον ίδιο να δέχεται τα συγχαρητήρια από το
Γενικό Χημείο του Κράτους καθώς και τιμητικό έπαινο από τους συναδέλφους του,
της Ενώσεως Ελλήνων Χημικών.
Είναι η εποχή που η «ρετσίνα» και η
οινοποιεία Μαλαματίνα αρχίζουν ήδη να καταγράφονται στη συνείδηση των
καταναλωτών ως ταυτόσημες έννοιες, ανοίγοντας διάπλατα τους επιχειρηματικούς
ορίζοντες της οικογένειας. Εντωμεταξύ, τη δεκαετία του ’80 έχει έρθει πια το
πλήρωμα του χρόνου για την ανάμειξη της τέταρτης γενιάς, του Κωνσταντίνου
Μαλαματίνα, ο οποίος εργάστηκε πολλά χρόνια δίπλα στον πατέρα του, και της
συζύγου του Κατερίνας, στη διοίκηση της επιχείρησης.
Με τις παρεμβάσεις της, η τέταρτη γενιά θα
θέσει τα αναπτυξιακά θεμέλια για την εταιρεία όπως τη γνωρίζουμε σήμερα.
Γίνονται νέες επενδύσεις στον τομέα της οινοποίησης αλλά και στον τομέα της
εμφιάλωσης με την ανέγερση στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης του μεγαλύτερου
εμφιαλωτηρίου οίνου στην Ελλάδα και ένα από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη,
δυναμικότητας 40.000 φιαλών την ώρα.
Σήμερα, με την πέμπτη γενιά –της Καρολίνας
και της Στεφανίας Μαλαματίνα, αμφότερες με σπουδές στο εξωτερικό- προ των
πυλών, η Οινοποιία Μαλαματίνα, έχοντας διευρύνει την προϊοντική της γκάμα με την παραγωγή οίνου σε συσκευασία bag in box καθώς
και την εκμετάλλευση των πηγών «Δουμπιά» και «Ξινό νερό», έχει τη δυνατότητα να
παράγει και να αποθηκεύει σε όλα τα οινοποιία που διαθέτει 40.000 τόνους
κρασιών, όντας μια από τις μεγαλύτερες και δυναμικότερες ελληνικές εταιρείες,
με παρουσία εσχάτως και στο εξωτερικό, στο χώρο του κρασιού.