H ιστορία μάς έχει διδάξει ότι
ακόμα και σε περιόδους μεγάλων κρίσεων υπήρχαν
κάποιοι τολμηροί που κινήθηκαν ενάντια στο ρέμα και τελικά δικαιώθηκαν. Όπως
εξάλλου διατείνονται πολλοί ειδικοί, «η κρίση γεννά ευκαιρίες». Ας δούμε,
λοιπόν, πως τα κατάφεραν εν μέσω κρίσης κάποια από τα brand names που σήμερα
θεωρούμε επιτυχημένα.
PROCTER & GAMBLE
Η Procter & Gamble (P&G)
ιδρύθηκε το 1837 από δύο Ευρωπαίους που είχαν µεταναστεύσει στην Αµερική για να
αναζητήσουν καλύτερη τύχη, τον Oυίλιαµ Πρόκτερ, κατασκευαστή κεριών από την
Αγγλία, και τον Τζέιµς Γκαµπλ, Ιρλανδό σαπωνοποιό. Η συγκεκριµένη χρονιά ήταν
δύσκολη, αφού η χρηµατοπιστωτική κρίση είχε ως αποτέλεσµα να κλείσουν
εκατοντάδες τράπεζες σε όλη την Αµερική, να εκτιναχθεί στα ύψη η ανεργία και
γενικά επικρατούσε ο φόβος ότι η χώρα θα πτώχευε.
Παρ’ όλα αυτά, οι δύο άνδρες ανέλαβαν
ένα τολµηρό εγχείρηµα µε κύριο µέληµα να ανταγωνιστούν τους άλλους 14
παραγωγούς κεριών και σαπωνοποιούς που βρίσκονταν στην περιοχή. Αμφότεροι
ευσεβείς προτεστάντες, εφάρµοσαν µια πουριτανική ηθική, η οποία ακολουθείται
µέχρι σήµερα. Όπως έλεγε ο Γκαµπλ, «αν δεν µπορείς να παράγεις αγνά προϊόντα µε
το απαραίτητο κύρος, τότε θα πρέπει να στραφείς σε κάτι εξίσου τίµιο, ακόµη και
αν είναι να σπας πέτρες». Η λογική αυτή εφαρµόστηκε και στη διαφήµιση, όπου οι
δύο ιδρυτές δεν προσπάθησαν ποτέ να παραπλανήσουν τους καταναλωτές, όπως έκαναν
συστηµατικά άλλοι ανταγωνιστές της εποχής.
Εν τέλει οι δύο συνεταίροι
κατάφεραν να βγουν αλώβητοι από την ύφεση που διήρκησε πέντε χρόνια και αφού
έκλεισαν επικερδή συμβόλαια για την τροφοδοσία του Στρατού κατά τη διάρκεια του
εμφυλίου πολέμου των ΗΠΑ, έθεσαν τα θεμέλια για τη δημιουργία μιας εκ των
μεγαλύτερων αυτοκρατοριών παγκοσμίως, οι ετήσιες πωλήσεις της οποίας ξεπερνούν
τα 83 δισ. δολάρια.
HILTON
Το 1907, το Χρηματιστήριο της
Νέας Υόρκης κατέγραψε απώλειες πάνω από 50%, εξαιτίας κυρίως της απώλειας
εμπιστοσύνης μεταξύ των καταθετών, καθώς δεν υπήρχε τότε Κεντρική Τράπεζα για
να εγγυηθεί τις καταθέσεις. Ο «πανικός των τραπεζιτών», όπως αποκάλεσαν εκείνη
την περίοδο, μπορεί να οδήγησε πολλές αμερικάνικες τράπεζες και επιχειρήσεις σε
χρεοκοπία, όμως αποδείχθηκε ευεργετική για το γιο ενός Νορβηγού μετανάστη.
Ο Κόνραντ Χίλτον γεννήθηκε το
1887 ανήµερα τα Χριστούγεννα, σε µια µικρή πόλη του Νέου Μεξικού. Ο πατέρας
του, ένας επιτυχηµένος Νορβηγός µετανάστης, που είχε το µοναδικό πολυκατάστηµα
της πόλης, έχτισε ένα µεγάλο σπίτι όπου στέγασε την Αµερικανογερµανίδα γυναίκα
του και τα οχτώ παιδιά του.
Το 1907, το σπίτι των οκτώ
δωµατίων έγινε το πρώτο άτυπο Hilton Hotel, προκειµένου η οικογένεια να αντεπεξέλθει
στην ύφεση. Καθώς οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά, ο Χίλτον πρότεινε να
νοικιάσουν ορισμένα δωµάτια προς ένα δολάριο το βράδυ, συµπεριλαµβανοµένων των
γευµάτων. Πήγαινε, λοιπόν, κάθε µέρα στο σταθµό του τρένου, όπου προσπαθούσε να
βρει πελάτες, κυρίως πλανόδιους πωλητές. Η προσπάθεια αυτή απέφερε καρπούς και
σύντοµα έβγαλε την οικογένεια από τη δύσκολη θέση που είχε βρεθεί.
Αρκετά χρόνια αργότερα, και ενώ ο
Χίλτον είχε επιστρέψει στο κατάστημα του πατέρα του, ενθυμήθηκε τη συγκεκριμένη
εμπειρία όταν, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού, παρατήρησε ότι τα λίγα
ξενοδοχεία της περιοχής ήταν όλα γεμάτα. Ένα χρόνο μετά, το πρώτο Hilton ήταν
πια γεγονός.
MONOPOLY
Την εποχή του Κραχ, υπήρχε
διάχυτη απογοήτευση και απελπισία, αφού πολλοί άνθρωποι και επιχειρήσεις είδαν
τις περιουσίες τους να εξαφανίζονται. Ανάµεσα σ’ αυτούς υπήρχε κάποιος που
θεώρησε ότι ένας καλός τρόπος για να ξεχάσει ο κόσµος τα προβλήµατά του ήταν να
παίξει ένα παιχνίδι, όπου θα µπορούσε έστω και για λίγο να αποκτήσει περιουσία
και να πλουτίσει.
Ο Τσαρλς Ντάροου ήταν τότε πωλητής
σε εταιρεία µε µηχανήµατα. Όταν έχασε τη δουλειά του, αναγκάστηκε να κάνει
µικροεπισκευές σε αντικείµενα αλλά και να βγάζει βόλτα έναντι αµοιβής τους
σκύλους των γειτόνων. Τα 1934, όταν η γυναίκα του έµεινε για δεύτερη φορά έγκυος,
αναγκάστηκε να αναζητήσει κάτι ώστε να αυξήσει το εισόδηµά του.
Τότε ο Ντάροου, που είχε πάθος µε
τα παιχνίδια, σχεδίασε ένα στο µουσαµά του τραπεζιού της κουζίνας του. Η ιδέα
τού ήρθε όταν θυµήθηκε ένα ταξίδι που είχε κάνει στο Ατλάντικ Σίτι λίγα χρόνια
πριν µείνει άνεργος. Έχοντας ξεκάθαρα στο µυαλό του την πόλη και τα ονόµατα των
δρόµων, σχεδίασε τα τετράγωνα συνοικιών, τα οποία έβαφε µε οποιαδήποτε µπογιά
έβρισκε από τα τοπικά µαγαζιά. Το δε παιχνίδι το βάφτισε ‘’Monopoly’’.
Παρά τις αρχικές δυσκολίες, η
Monopoly θα έκανε θραύση στην αγορά, ενώ ο ίδιος θα γινόταν ο πρώτος σχεδιαστής
παιχνιδιού που έγινε εκατομμυριούχος. Υπολογίστηκε ότι από το 1935 έχουν
πουληθεί 200 εκατ. τεμάχια σε περισσότερες από 80 χώρες, ενώ έχουν ‘’χτιστεί’’
πέντε δις. μικρά σπιτάκια.
SCRABBLE
Το 1931, στη Νέα Υόρκη υπήρχε
βαθιά οικονοµική κρίση και ως εκ τούτου δεν ήταν εύκολο να βρει κανείς δουλειά.
Ένας άνεργος αρχιτέκτονας, ο Άλφρεντ Μπατς, αποφάσισε να εξερευνήσει το πάθος
του για τα παιχνίδια και τις λέξεις. Ο ίδιος αντιπαθούσε τα παιχνίδια µε τα
ζάρια, ενώ πίστευε ότι τα καθαρά παιχνίδια σκέψης, όπως το σκάκι, δεν ήταν
προσιτά στο ευρύ κοινό. Αποφάσισε λοιπόν να φτιάξει κάτι που θα στηριζόταν στη
σκέψη αλλά και στην τύχη, συνδυάζοντας στοιχεία από το σταυρόλεξο και τους
αναγραµµατισµούς.
Στα τέλη της ίδιας χρονιάς, ο
Μπατς είχε συλλάβει την αρχική ιδέα του παιχνιδιού, που αρχικά ονόµασε Lexico,
το οποίο παιζόταν χωρίς βάση. Οι παίκτες θα µάζευαν πόντους ανάλογα µε το
µέγεθος της λέξης που είχαν σχηµατίσει, αλλά και της σπανιότητας των γραµµάτων
που χρησιµοποιούνταν κάθε φορά (στα δύσκολα γράµµατα έδινε µεγαλύτερη
βαθµολογία). Για το σκοπό αυτό ο µεθοδικός Μπατς µελετούσε επί τέσσερις µήνες
την µπροστινή σελίδα των New York Times και είχε υπολογίσει πόσο συχνά
εµφανιζόταν καθένα από τα 26 γράµµατα του αλφάβητου.
Αν και αρχικά το παιχνίδι του
άνεργου αρχιτέκτονα πέρασε μάλλον απαρατήρητο, αρκετά αργότερα, όταν πια θα
είχε απλοποιήσει τους κανονισμούς και θα το είχε μετονομάσει σε Scrabble, η
τύχη θα του χαμογελούσε. Τότε, ο διευθυντής του µεγαλύτερου εµπορικού
καταστήµατος της Νέας Υόρκης έπαιξε το Scrabble στις διακοπές του και
κατενθουσιάστηκε. Τη συνέχεια μάλλον μπορεί να την φανταστεί ο καθένας…
ΜΙΝΙ
Η κατάληψη του Σουέζ το 1956, που
οδήγησε στην αλµατώδη αύξηση της τιµής των καυσίµων και τη µείωση των πωλήσεων
των αυτοκινήτων, ήταν ο λόγος για την κατασκευή ενός µικρού, οικονοµικού
αυτοκινήτου. Η ιδέα ανήκε σ’ έναν 50χρονο εκκεντρικό µηχανικό, τον Ελληνο-Βρετανό
Αλέξανδρο Ισιγόνη. Το δηµιούργηµά του έµελλε να πάρει τον τίτλο ενός εκ των
«σπουδαιότερων µοντέλων όλων των εποχών» για την παγκόσµια
αυτοκινητοβιοµηχανία. Ο ίδιος δε, ανακηρύχτηκε σε έναν από τους καλύτερους
µηχανικούς-σχεδιαστές του 20ού αιώνα.
Όταν σηµειώθηκε η κατάληψη του
Σουέζ, ο Ισιγόνης παρουσίασε την πρότασή του στο λόρδο σερ Λέοναρντ µε µια
σειρά σκίτσων και κατάφερε να λάβει χρήµατα αλλά και τη διαβεβαίωση απόλυτης
ελευθερίας κινήσεων για την ολοκλήρωση του «τέλειου µικρού» αυτοκινήτου. Ο έµπειρος
µηχανικός στρώθηκε στη δουλειά προωθώντας ριζικές αλλαγές, όπως την τοποθέτηση
του κιβωτίου ταχυτήτων κάτω από τη µηχανή, την κίνηση στους µπροστινούς
τροχούς, την τοποθέτηση της µηχανής εγκάρσια, τη «σµίκρυνση» κατά 1/3 των
τροχών, που ήταν τοποθετηµένοι όσο πιο µακριά γίνεται, και τέλος, την
«εξαφάνιση» όλων των -άχρηστων- γωνιών. Όλα αυτά, φυσικά, θα συνέβαλαν στη
µείωση, λόγω περιορισµένου όγκου, της κατανάλωσης βενζίνης. Δύο χρόνια µετά, το
Mini πήρε σάρκα και οστά και έβαλε πλώρη για να κατακτήσει την αγορά.