’Η Ούγια να Γράφει Πειραϊκή – Πατραϊκή
«Τα πανιά αυτού του καραβιού, η τέντα αυτού του ρετιρέ, αυτό το στρώμα, αυτό το κάλυμμα, αυτές οι κουρτίνες, αυτά τα σεντόνια και μαξιλαροθήκες, αυτή η τέντα του φορτηγού… και άλλα πολλά, κατασκευάζονται από ύφασμα Πειραϊκής – Πατραϊκής», τόνιζε η διαφήμιση της εταιρείας τη δεκαετία του ’60. Τότε που η ιστορική κλωστοϋφαντουργία της χώρας μας βρισκόταν στον κολοφώνα της, με ετήσια παραγωγή που έφθανε να καλύψει δύο φορές την ελληνική ακτογραμμή.
Η εταιρεία που «έντυσε, στόλισε και νοικοκύρεψε» την Ελλάδα έχει τις ρίζες της στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, όταν δύο τολμηροί νεαροί από την Αιτωλοακαρνανία, ο Χριστόφορος Κατσάμπας και ο Σταμούλης Στράτος, οραματίστηκαν τη δημιουργία μιας μονάδας που θα μπορούσε να παράγει υφάσματα και βαμβακερά εφάμιλλα σε ποιότητα εκείνων που μέχρι τότε εισάγονταν στη χώρα μας.
Ο πρώτος σταθμός ήταν η ίδρυση της ‘’Πατραϊκής Εμποροβιομηχανικής Εταιρείας’’ το 1919, με αντικείμενο, όπως ανέφερε ο Χρ. Κατσαμπάς στα απομνημονεύματά του, «την βιομηχανίαν καλτσών και εκτύπωσιν μανδηλίων κεφαλής, την βαφήν και πώλησιν νημάτων, καθώς και την εμπορίαν λοιπών ψιλικών». Ήταν μάλιστα τόσο βαθιά η φιλία των δύο ανδρών, οι οποίοι είχαν γνωριστεί στο Αγρίνιο ενόσω εργάζονταν για έναν Πατρινό υφασματέμπορο, που φρόντισαν στο ιδρυτικό της εταιρείας να ορκιστούν ότι θα λύνουν πάντα φιλικά τις διαφορές τους, χωρίς τη μεσολάβηση τρίτου. Όπως ακριβώς και έγινε. Ήταν ίσως το πιο ταιριαστό δίδυμο επιχειρηματιών, οι οποίοι έγιναν και συγγενείς όταν οι δύο γιοι του ενός παντρεύτηκαν τις δύο κόρες του άλλου.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1923, οι δύο συνεταίροι δημιουργούν, με Μικρασιάτες πρόσφυγες, μία ταπητουργία στην Πάτρα. Εκεί θα ανεγερθεί το πρώτο κτίριο της εταιρείας, το οποίο στεγάζει το ταπητουργείο, το καλτσοποιίο και το βαφείο. Η παραγωγή την εποχή εκείνη γίνεται χάρη σε μια πρωτόγονη ατμομηχανή, η οποία αρκετά αργότερα θα έμπαινε στη βιτρίνα της Πειραϊκής – Πατραϊκής για να θυμίζει την αφετηρία…
Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τη δεκαετία του ‘20, καθώς και το επιχειρηματικό πνεύμα των δύο ιδρυτών, θα δημιουργήσουν πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη της εταιρείας, που εξοπλίζεται πια, χάρη σε δάνειο από την Τράπεζα Εθνικής Οικονομίας, με υπερσύγχρονο κλωστήριο από τη Γερμανία. Ήταν μάλιστα τόσο σημαντικό και αξιοπερίεργο το γεγονός για την πόλη της Πάτρας, που οι κάτοικοί της είχαν συρρεύσει στο τελωνείο για να δουν ιδίοις όμμασι τα 1.300 κιβώτια που μόλις είχαν καταφθάσει από τη Γερμανία.
Το 1928 είχαν πλέον ωριμάσει οι συνθήκες για την εκπλήρωση του οράματος των κυρίων Κατσάμπα και Στράτου, με την έναρξη λειτουργίας του κλωστοϋφαντουργείου. Τα πράγματα όμως δεν πήγαν κατ’ ευχήν, αφού σύντομα την περίοδο της μεγάλης ύφεσης η Πατραϊκή θα ‘’πνιγεί’’ στα χρέη και θα φθάσει μια ανάσα από τη χρεοκοπία. Παρά τις περί του αντιθέτου προβλέψεις, θα κατορθώσει όχι μόνο να διασωθεί, αλλά και να συγχωνευτεί εν έτει 1932 με μια άλλη προβληματική –και με ξεπερασμένη τεχνολογία- κλωστοϋφαντουργεία, την Πειραϊκή, η οποία είχε ιδρυθεί το 1919 και διέθετε δύο εργοστάσια, ένα στον Πειραιά και ένα στην Καλλιθέα.
Στη συγχώνευση αυτή βασικό ρόλο διαδραματίζει η Εθνική Τράπεζα, που κατέχει και το πλειοψηφικό πακέτο, η οποία ουσιαστικά «δώρισε», όπως σημειώνουν μελετητές της εποχής, την Πειραϊκή στην Πατραϊκή, με σκοπό τη δημιουργία καρτέλ στο χώρο της κλωστοϋφαντουργίας, μολονότι τότε η Πατραϊκή κατέχει μόλις το 5% των ελληνικών νημάτων. Όντως, από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας το νέο σχήμα θα κυριαρχήσει στην αγορά εξαγοράζοντας άλλα κλωστήρια, αλλά και κλείνοντας επικερδείς συμφωνίες με τον Στρατό, τον οποίο προμηθεύει με σκηνές και καλύμματα αυτοκινήτων.
Το 1939, οι δύο συνεταίροι παίρνουν δάνειο 20 εκατ. δραχμών από την Εθνική Τράπεζα, αποκτώντας έτσι την πλειοψηφία των μετοχών της Πειραϊκής – Πατραϊκής, η οποία, όμως, έχει ήδη αναχθεί στον μεγαλύτερο χρεώστη της ΕΤΕ. Δυστυχώς, η πρακτική του υπέρμετρου δανεισμού θα αποτελέσει την ‘’αχίλλειο πτέρνα’’ της Π-Π, η οποία τις επόμενες δεκαετίες θα καταστεί δέσμια του κόστους χρηματοδότησης, ανήμπορη να απεμπλακεί και να προσαρμοστεί τάχιστα στις συνεχώς μεταβαλλόμενες ανάγκες της αγοράς.
Την πορεία προς την κορυφή θα ανακόψει η έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε ανακοινώνεται ότι τα κέρδη της εταιρείας, η παραγωγή της οποίας προσανατολίζεται πλέον για να καλύψει τις ανάγκες του Στρατού, θα διατεθούν υπέρ των οικογενειών των στρατευμένων. Το εργοστάσιο της Π-Π, που έχει φθάσει να απασχολεί 2.000 εργάτες, θα συνεχίσει να λειτουργεί και κατά τη διάρκεια της κατοχής, παραδίδοντας μέρος των μεγάλων αποθεμάτων της στους κατακτητές Γερμανούς, προκειμένου να μην επιταχθούν οι εγκαταστάσεις της.
Τις επόμενες δεκαετίες, η Πειραϊκή - Πατραϊκή θα γιγαντωθεί, φθάνοντας, στην ακμή της, να κατέχει εννέα εργοστάσια, να απασχολεί 7.000 υπαλλήλους και να παράγει 25 εκατομμύρια μέτρα ετησίως. Εξίσου επιτυχημένη ήταν και η διαφημιστική καμπάνια της εποχής, η οποία προέτρεπε τους καταναλωτές «να προσέξουν την ούγια να γράφει Πειραϊκή - Πατραϊκή». Οι δε συντελεστές της, οι Χριστόφορος Κατσάμπας και Σταμούλης Στράτος, που πλέον έχουν παραχωρήσει τα ηνία στη δεύτερη γενιά, θα τιμηθούν το 1964 από τον τότε υπουργό Βιομηχανίας Ιωάννη Ζίγδη ως πρωτεργάτες στην προσπάθεια της χώρας μας «να γίνει κράτος βιομηχανικό και όχι φτωχός συγγενής των άλλων Ευρωπαίων».
Εν τέλει αποδείχθηκε ότι η παραπάνω δήλωση δεν ήταν τίποτε παραπάνω από ευσεβής πόθος. Η Πειραϊκή – Πατραϊκή δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση, αφού, πνιγμένη στα χρέη και τα κάθε λογής προβλήματα (υπεράριθμο προσωπικό, συχνές κυβερνητικές παρεμβάσεις κ.λπ.) θα ενταχθεί το 1984 με τον περίφημο νόμο 1386 στις ‘’προβληματικές εταιρείες’’ (συνολικά 128 τέτοιες εταιρείες κρατικοποιήθηκαν). Λίγα χρόνια αργότερα, το 1992, η μεγαλύτερη κλωστοϋφαντουργία της Ελλάδας θα περνούσε στην ιστορία, ενώ τα περιουσιακά της στοιχεία θα εκποιούνταν έναντι πινακίου φακής…
Πηγή: Επιχειρείν αλά ελληΝΙΚΑ (εκδ. Σταμούλης)
Πηγή: Επιχειρείν αλά ελληΝΙΚΑ (εκδ. Σταμούλης)