Με τα μπισκότα Παπαδοπούλου μεγάλωσαν γενιές και γενιές Ελλήνων. Στο δικό μας μυαλό, αλλά και των πατεράδων μας και των παππούδων μας, στο άκουσμα της λέξης «μπισκότο» ανατρέχουμε συνειρμικά σε ένα όνομα: Παπαδοπούλου. Και όμως τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν πολύ διαφορετικά, αν ένα τυχαίο συμβάν δεν σημάδευε ανεξίτηλα την επιχειρηματική διαδρομή της οικογένειας Παπαδοπούλου
Κωνσταντινούπολη, 1916. Η Μαρία Παπαδοπούλου, διάσημη στις γειτονιές της Πόλης για τα γευστικότατά της σπιτικά μπισκότα, αποφασίζει να πειραματιστεί με δύο νέα συστατικά: σόδα και αμμωνία. Στόχος της ήταν να παρασκευάσει κάτι ανώτερο σε σχέση με τα αγγλικά μπισκότα που ήταν τόσο της μόδας στην Κωνσταντινούπολη. Αυτή βέβαια επιθυμεί τα δικά της να είναι τετράγωνα, γνωστά με την ονομασία pettit beure (πτι μπερ), πιο αφράτα και να τρίβονται στο στόμα. Πειραματιζόμενη ακατάπαυστα στην φτωχική της κουζίνα, καταφέρνει τελικά να παρασκευάσει τα μπισκότα πάνω στα οποία η οικογένειά της θα χτίσει τον επιχειρηματικό της μύθο.
Κωνσταντινούπολη, 1916. Η Μαρία Παπαδοπούλου, διάσημη στις γειτονιές της Πόλης για τα γευστικότατά της σπιτικά μπισκότα, αποφασίζει να πειραματιστεί με δύο νέα συστατικά: σόδα και αμμωνία. Στόχος της ήταν να παρασκευάσει κάτι ανώτερο σε σχέση με τα αγγλικά μπισκότα που ήταν τόσο της μόδας στην Κωνσταντινούπολη. Αυτή βέβαια επιθυμεί τα δικά της να είναι τετράγωνα, γνωστά με την ονομασία pettit beure (πτι μπερ), πιο αφράτα και να τρίβονται στο στόμα. Πειραματιζόμενη ακατάπαυστα στην φτωχική της κουζίνα, καταφέρνει τελικά να παρασκευάσει τα μπισκότα πάνω στα οποία η οικογένειά της θα χτίσει τον επιχειρηματικό της μύθο.
Τότε ήταν που σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί εμπορικά αυτό το πηγαίο ταλέντο της, προκειμένου να εξασφαλίσει ένα καλύτερο αύριο για την οικογένειά της. Στην προσπάθειά της αυτή έχει αρωγό τα τρία της παιδιά, Ευάγγελο, Νίκο και Θεόφιλο, τα οποία εξορμούν στις γειτονιές με το κασελάκι στα χέρια για να πουλήσουν τα πτι μπερ. Το αποτέλεσμα τη δικαιώνει, αφού ήδη από την πρώτη μέρα τα παιδιά επιστρέφουν σπίτι έχοντας ξεπουλήσει τη πραμάτεια τους και με πολλές παραγγελίες για την επόμενη ημέρα.
Τον πρώτο καιρό, τα τρία αδέρφια πουλούσαν περίπου 50 κιλά μπισκότα την ημέρα, ενώ λίγους μόλις μήνες μετά η ημερήσια παραγωγή στην κουζίνα της Μαρίας Παπαδοπούλου υπερβαίνει τα 500 κιλά, εξασφαλίζοντας ένα ικανοποιητικό εισόδημα για την οικογένεια, που σιγά σιγά ανανεώνει τον εξοπλισμό της προκειμένου να αυξήσει την παραγωγική δυναμικότητά της.
Δυστυχώς, η Μικρασιατική Καταστροφή θα βάλει ένα –προσωρινό- τέλος στα όνειρα της οικογένειας για μια καλύτερη ζωή. Το 1922, η κυρία Παπαδοπούλου, μόνη της πια, αφού ο σύζυγός της έχει πεθάνει, και με τα τρία ανήλικα παιδιά της επιβιβάζονται σε ένα καράβι με προορισμό τη Μασσαλία. Όταν το καράβι δέσει στο υποανάπτυκτο τότε λιμάνι του Πειραιά για ανεφοδιασμό, η οικογένεια κατεβαίνει και οδεύει σε ένα καφενεδάκι όπου παραγγέλνει καφέ και μπισκότα. Έκπληκτος ο σερβιτόρος, της διαμηνύει ότι δεν γνωρίζει τι εστί «μπισκότο». Αυτό ήταν. Σε μια στιγμή ιδιοφυίας, η μητέρα παίρνει τη μεγάλη απόφαση να παραμείνουν στην Ελλάδα, ώστε να μάθουν τους Έλληνες να τρώνε μπισκότα, τα οποία έως τότε ήταν είδος πολυτελείας.
Σε ένα μικρό διαμέρισμα, που της παραχώρησε το κράτος, σε προσφυγική πολυκατοικία στο Λυκαβηττό, η οικογένεια προσπαθεί να ξαναστήσει τη ζωή της. Αγοράζοντας ένα μικρό φούρνο και προμηθευόμενη σόδα και αμμωνία από το φαρμακείο του Μαρινόπουλου, η κυρία Παπαδοπούλου στρώνεται ξανά στη δουλειά. Τα ενήλικα πια παιδιά της επιδίδονται σε αυτό που γνωρίζουν καλά: τη διανομή και τη διάδοση των πτι μπερ στους δρόμους της Αθήνας.
Η ανταπόκριση είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή. Όλοι μιλούν με τα καλύτερα λόγια γι’ αυτά τα τετράγωνα μπισκοτάκια με τα δοντάκια, τα οποία σύντομα εξοβελίζουν το παραδοσιακό παξιμάδι. Από στόμα σε στόμα, το μαντάτο μαθαίνεται και η ζήτηση απογειώνεται, όπως και η νεοσύστατη οικοτεχνία που πλέον μετατρέπεται σε βιοτεχνία. Μαζί της εκσυγχρονίζεται και το σύστημα διανομής, αφού τα μπισκότα, πέρα από την πώληση στους δρόμους με το παραδοσιακό καροτσάκι, διατίθενται και από κεντρικά καταστήματα της Αθήνας.
Τα καλύτερα όμως δεν είχαν έρθει ακόμη. Με επικεφαλής τον Ευάγγελο Παπαδόπουλο, που έχει ήδη ξεχωρίσει για το επιχειρηματικό του δαιμόνιο, η επιχείρηση θα είναι από τις πρώτες στην Ελλάδα που χρησιμοποιεί τη διαφήμιση, ενώ εργοστάσια θα αρχίσουν να ανεγείρονται σε διάφορα σημεία της Ελλάδας προκειμένου να καλυφθεί η συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση. Εν τω μεταξύ, η γκάμα προϊόντων θα εμπλουτιστεί με νέα είδη (σήμερα φθάνει τα 150 διαφορετικά προϊόντα), με πιο εμβληματικά τα μπισκότα Μιράντα (το 1930), τα Cream Crackers (το 1935), αλλά και τα Caprice (το 1974), τα οποία αποτελούν το όχημα για την -επιτυχημένη- παρουσία της εταιρείας και εκτός συνόρων.
Το 1972, ο Ευάγγελος Παπαδόπουλος θα εμπνευστεί και το σήμα της εταιρείας, όταν θα δημιουργήσει ένα πρωτότυπο σκίτσο, το γνωστό σε όλους μας Π (στη βάση του οποίου αναγράφεται το 1922, έτος ίδρυσης της εταιρείας), πλαισιωμένο στην κορυφή από τέσσερις φιγούρες να κρατώνται χέρι χέρι. Ήταν τα τέσσερα παιδιά του, δύο αγόρια και δύο κορίτσια, τα οποία κατά κάποιο τρόπο αντιπροσώπευαν τον ευσεβή του πόθο η επιχείρηση να παραμείνει και στο μέλλον οικογενειακή.
Σήμερα, τα μπισκότα Παπαδοπούλου, υπό την καθοδήγηση της τρίτης πλέον γενιάς, παραμένουν ελληνικά και κατέχουν ηγετική θέση στην διαρκώς αναπτυσσόμενη αγορά μπισκότου, ξεπερνώντας το 70% των συνολικών πωλήσεων του κλάδου, δικαιώνοντας έτσι τον Ευάγγελο Παπαδόπουλο, κατά πολλούς «γενάρχη του ελληνικού μπισκότου», που κάποτε είχε πει: «το μπισκότο είναι τροφή για όλους τους ανθρώπους, για όλες τις ηλικίες, για όλες τις ώρες».