Το
τέλος του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου θα έβρισκε το εργοστάσιο της Piaggio γεµάτο µε
µικρές ρόδες, πάνω στις οποίες προορίζονταν να µεταφερθούν τα πολυβόλα. Το
εναποµείναν απόθεµα, σε συνδυασµό µε το επιχειρηµατικό πνεύµα του Ενρίκο
Πιάτζιο, θα οδηγούσε στη δηµιουργία ενός θρύλου σε δύο ρόδες. Αυτός ο θρύλος
παρέπεμπε σε… σφήκα.
Το
1884 στην Τζένοα της Ιταλίας, ο µόλις 20 ετών Ρινάλντο Πιάτζιο ίδρυσε µια
εταιρεία µε αντικείµενο την κατασκευή µικρών πλοίων, σκαφών, βαγονιών,
λεωφορείων και τρένων. Κατά τη διάρκεια του Α´ Παγκοσµίου Πολέµου η εταιρεία
του επεκτάθηκε στο χώρο της αεροναυτικής κατασκευάζοντας πολεµικά, επιβατικά
αεροπλάνα και υδροπλάνα.
Όµως,
το τέλος του Β´ Παγκοσµίου Πολέµου βρήκε την Ιταλία σε άσχηµη οικονοµική
κατάσταση και µε µισοκατεστραµµένο οδικό δίκτυο. Για τον Πιάτζιο τα πράγµατα
ήταν εξίσου δύσκολα αφού και τα τρία εργοστάσια της Piaggio Co. είχαν
βοµβαρδιστεί από τους Συµµάχους, µε αποτέλεσµα να καταστραφούν σε µεγάλο βαθµό.
Ο
Ενρίκο Πιάτζιο, γιος του ιδρυτή, αποφάσισε να µην ασχοληθεί πλέον µε την
αεροναυτική και να εστιάσει την προσπάθειά του στην κατασκευή ενός οικονοµικού
και αξιόπιστου µεταφορικού µέσου. Βέβαια, η κατασκευή αυτοκινήτου ήταν
απαγορευτική, καθώς οι δρόµοι ήταν σε κακή κατάσταση και οι Ιταλοί δεν είχαν
την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν κάτι τέτοιο. Οπότε, ο Πιάτζο αναπόφευκτα
προσανατολίστηκε στην παραγωγή ενός μέσου μεταφοράς που θα ήταν οικονομικό,
εύκολο στην οδήγηση και προσιτό σε κάθε κοινωνική τάξη.
Εν
τω µεταξύ, στις αποθήκες της εταιρείας είχαν ξεµείνει χιλιάδες ρόδες, οι οποίες
προορίζονταν να ενσωµατωθούν στα πολυβόλα ώστε να µπορούν να µεταφέρονται µε
ευκολία. Όµως, η µεγάλη αυτή παραγγελία από τον ιταλικό στρατό δεν ολοκληρώθηκε
ποτέ, αφού η Ιταλία καταλήφθηκε από τους Γερµανούς. Μετά τη λήξη του πολέµου, ο
Πιάτζιο είχε τη φαεινή ιδέα να κατασκευάσει ένα µικρό και εύχρηστο µηχανάκι,
προσαρµόζοντας σ’ αυτό τις ρόδες που περίσσευαν. Έτσι θα γεννιόταν ο
µεγαλύτερος ευρωπαϊκός θρύλος των δύο τροχών, ένα οικονοµικό, αξιόπιστο και
φινετσάτο µηχανάκι, το οποίο θα µπορούσε να οδηγηθεί άνετα και εύκολα από
άνδρες και γυναίκες ανεξαρτήτως ηλικίας.
Το
εγχείρηµα ανατέθηκε στον έµπειρο µηχανικό Κοραντίνο Ντασκάνιο, ο οποίος ήταν
στην Piaggio από το 1934. Η εµπειρία του στον τοµέα της αεροναυτικής (είχε
επίσης κατασκευάσει και οδηγήσει το πρώτο µοντέρνο ελικόπτερο), αλλά και η
απέχθειά του απέναντι στις κλασικές µοτοσικλέτες -τις οποίες έβρισκε άβολες,
ογκώδεις, με τροχούς που δεν άλλαζαν εύκολα αν τρυπούσαν και το χειρότερο, με
αλυσίδα που λέρωνε- τον οδήγησαν να κατασκευάσει ένα επαναστατικό νέο όχηµα.
Το
πρωτότυπο που αρχικά κατασκευάστηκε, το οποίο είχε ονομαστεί περιπαικτικά
«Paperino» («Ντόναλντ Ντακ») λόγω του αλλόκοτου σχήματός του, δεν ενθουσίασε
τον Πιάτζιο, ο οποίος ζήτησε από τον Ντασκάνιο να το επανασχεδιάσει. Όταν µετά
από λίγο καιρό ο Πιάτζιο είδε το νέο πρωτότυπο, ονόµατι ΜΡ6, και άκουσε τη
µηχανή του, αναφώναξε: «Αυτό µοιάζει µε σφήκα (vespa)», και το όνοµα έµεινε.
Το
νέο δίτροχο είχε τη µηχανή στον πίσω τροχό, τις ταχύτητες µπροστά ώστε να
µπορούν να αλλάζουν µε το χέρι, ενώ διέθετε ένα άνετο κάθισµα που χωρούσε δύο
επιβάτες. Επιπλέον, το µπροστινό µέρος διέθετε ένα µηχανισµό παρόµοιο µε το
µπροστινό τροχό του αεροπλάνου, ώστε να µπορεί να αλλαχθεί το λάστιχο µε
ευκολία, ενώ όλα τα µηχανικά µέρη της µηχανής καλύπτονταν µε ατσάλινο κάλυµµα
για να µην λερώνεται ο οδηγός από την αλυσίδα ή τις σκόνες του δρόµου.
Οι
πρώτες 15 βέσπες που βγήκαν από το εργοστάσιο τον Απρίλιο του 1946 είχαν τρεις
ταχύτητες, διέθεταν 3,5 άλογα και έπιαναν τα 60 χιλιόµετρα - μάλιστα, η τρίτη vespa που παράχθηκε, βρέθηκε τυχαία πριν λίγους μήνες στον αχυρώνα ενός αγρότη. Μέχρι το τέλος του
1949 είχαν παραχθεί 35.000 κοµµάτια, ενώ στα µέσα της επόµενης δεκαετίας
κατασκευάστηκαν εργοστάσια σε διάφορες χώρες της Ευρώπης προκειµένου να
καλυφθεί η συνεχώς αυξανόµενη ζήτηση. Όµως, και ο κινηµατογράφος συνέβαλε στη
διάδοση της βέσπας, µε πρώτη και καλύτερη την ταινία «Διακοπές στη Ρώµη» µε τον
Γκρέγκορι Πεκ και την Οντρεϊ Χέπµπορν.