Η ιστορία δεν είναι καινούρια, ωστόσο είναι άκρως διδακτική.
Τον Οκτώβριο του 1988, ο Τζον
Μπάριερ βρέθηκε στη National Bank
της Ουάσινγκτον προκειμένου να εξαργυρώσει μία επιταγή. Όταν έφθασε στο ταμείο,
η ταμίας είδε τα παλιά ρούχα της δουλειάς που φορούσε και αρνήθηκε να του
επικυρώσει το χαρτάκι που είχε πάρει παρκάροντας το φορτηγάκι του, αξίας μισού
μόλις δολαρίου.
Για να τον ξεφορτωθεί του είπε
ότι η τράπεζα επικυρώνει μόνο τα εισιτήρια πάρκινγκ όσων κάνουν συναλλαγές με
την τράπεζα και ότι η εξαργύρωση ενός τσεκ δεν συνιστούσε συναλλαγή.
Εντονα ενοχλημένος, ο πελάτης
ζήτησε να δει τον διευθυντή, ο οποίος όμως αφού τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω
με περιφρονητικό ύφος, αρνήθηκε να τον εξυπηρετήσει.
Αυτό ήταν. Ο Μπάριερ, που είχε
δημιουργήσει μία περιουσία αγοράζοντας παλιά σπίτια και ανακαινίζοντάς τα, απευθυνόμενος
στον διευθυντή του λέει «Ωραία, δεν με χρειάζεστε και δεν σας χρειάζομαι». Κατόπιν
σηκώνει ένα εκατομμύριο δολάρια και τα πάει σε άλλη τράπεζα δύο στενά πιο κάτω.