Η ετικέτα «Made in… (όνομα χώρας)»
εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1887 για να περιγράψει τα προϊόντα που
κατασκευάζονταν στη Γερμανία. Ωστόσο το «Made in Germany» δεν υπήρξε γερμανική επινόηση, αλλά… βρετανική.
Στις 23 Αυγούστου 1887 ψηφίστηκε
νόμος στη Μεγάλη Βρετανία που είχε ως στόχο να προστατέψει τους ντόπιους
παραγωγούς από τα ξένα προϊόντα. Ως εκ τούτου, σε μια προσπάθεια να ενθαρρυνθούν
οι Βρετανοί να αγοράζουν βρετανικά αγαθά, όλα τα εισαγόμενα προϊόντα θα είχαν
μία ένδειξη προέλευσης. Κάπως έτσι, όποια χώρα ήθελε να εξάγει τα προϊόντα της
στη Βρετανία θα έπρεπε να έχει την ειδική σήμανση «Made in…»
Όλο αυτό είχε ως στόχο να
στιγματίσει τα γερμανικά προϊόντα, καθώς υπήρχε διάχυτη η αντίληψη ότι οι
Γερμανοί αντέγραφαν τα βρετανικά αγαθά. Στην πράξη ωστόσο, ήδη από τότε, τα
γερμανικά προϊόντα ήταν ανώτερα ποιοτικά από τα αντίστοιχα βρετανικά.
Δυστυχώς για τους Βρετανούς, το
εγχείρημα αυτό είχε ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα. Η ετικέτα «Made in Germany» δεν άργησε να
μετατραπεί σε σύμβολο υψηλής ποιότητας, με αποτέλεσμα οι ίδιοι οι Βρετανοί
καταναλωτές να προτιμούν τα γερμανικά αγαθά καθώς ήταν πιο αξιόπιστα και πιο
φθηνά.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1891,
τα περισσότερα εμπορικά έθνη της εποχής εκείνης καθιέρωσαν, δια νόμου, την
ονομασία προέλευσης πάνω στα εξαγώγιμα αγαθά – το εν λόγω μοντέλο δεν θα
αργήσει να αντιγραφεί από τους Γιαπωνέζους, που ζητούσαν ειδική σήμανση για
προϊόντα που εισάγονταν από την Κίνα.
Η αποθέωση για το «Made in Germany» θα έρθει μετά τον Β’
Παγκόσμιο Πόλεμο και θα ταυτιστεί με το οικονομικό θαύμα που συντελέστηκε στη
Γερμανία. Τότε οι γερμανικές εταιρείες αντιλήφθηκαν ότι αυτή η φράση ήταν
θαυματουργή, εντάσσοντάς την στην επικοινωνιακή τους πολιτική.