Μετά
από πολύμηνη «μάχη» γνωστών πολυεθνικών ομίλων, το πλειοψηφικό πακέτο της
ελληνικής εταιρείας Apivita, της 13ης μεγαλύτερης εταιρείας φυσικών καλλυντικών
στον κόσμο, πουλήθηκε στην ισπανική Puig, έναντι 40 εκατ. ευρώ, που δραστηριοποιείται
στον τομέα των καλλυντικών και διανέμει τα προϊόντα της σε 150 χώρες.
Την
ελληνική εταιρεία παραγωγής φυσικών καλλυντικών φλέρταρε τους προηγούμενους
μήνες και η L'Oreal. Όπως είχαν αναμεταδώσει διεθνή μέσα ενημέρωσης, ο γαλλικός
όμιλος είχε ορίσει το τίμημα στα 20 εκατ. ευρώ ενώ έχει δεσμευθεί και για την
κάλυψη των χρεών της Apivita, ύψους 30 εκατ. ευρώ, χωρίς όμως να διασφαλίζεται
το μέλλον των 300 εργαζομένων της καθώς και η διατήρηση της ηγεσίας από την
οικογένεια Κουτσιανά.
Από
το κασελάκι με τα μαύρα σαπούνια ...στην εξαγορά
Η
επιτυχημένη εξαγορά ήρθε να επισφραγίσει την πραγματοποίηση του ονείρου δύο
νεαρών φαρμακοποιών, της Νίκης και του Νίκου Κουτσιανά, οι οποίοι γνωρίστηκαν
το 1972, όταν η Νίκη πήγε να κάνει την πρακτική της σε συνοικιακό φαρμακείο των
Αθηνών. Παντρεύτηκαν στο ναό που υπήρχε ακριβώς δίπλα στο φαρμακείο (παρότι το
προσκλητήριο γάμου, που είχε σχεδιάσει ο φίλος τους, σκιτσογράφος Σπύρος
Ορνεράκης, τους απεικονίζει μέσα σε αυτό) και συνειδητοποιώντας το κοινό τους
πάθος για τη φύση, άρχισαν να παράγουν τα πρώτα φυσικά καλλυντικά στην Ελλάδα.
Στην
αρχή η διάθεση των προϊόντων γινόταν σε φίλους και συγγενείς, ώσπου το 1977 η
Νίκη έκλεισε 48 χειροποίητα σαπούνια σε ένα κουτί κι άρχισε να περπατάει στους
δρόμους της Αθήνας, προσπαθώντας να πουλήσει στα φαρμακεία αυτό που αρχικά
ουδείς αγόραζε: «μαύρα» ελληνικά σαπούνια, που δεν μύριζαν και πολύ ωραία, σε
τιμή δεκαπλάσια από εκείνη ενός κοινού σαπουνιού, αφού οι βασικές πρώτες ύλες
-πρόπολη και θυμάρι- ήταν φυσικές άρα και ακριβές.
Σε
μια εποχή που το εισαγόμενο κέρδιζε τις εντυπώσεις σε σχέση με το ελληνικό οι πρώτες
προσπάθειες στέφθηκαν με αποτυχία. Εκείνη όμως συνέχισε μέχρι που τα σαπούνια άρχισαν
να αποκτούν πελάτες. «Τελικά, πουλήσαμε αυτό που δεν μπορούσε να πουληθεί» είχε
αναφέρει σε παλαιότερη συνέντευξή της η ιδρυτής της εταιρείας. Το όραμα του
ζεύγους Κουτσιανά, με αφετηρία του την φύση και την χλωρίδα της χώρας μας,
απέκτησε επισήμως το όνομα Apivita (από τα λατινικά apis-μέλισσα και vita-ζωή) το
1979. H βάση για τα πρώτα τους φυσικά καλλυντικά ήταν κυρίως μελισσοκομικά
προϊόντα και ελληνικά βότανα. Eν συνεχεία, βέβαια τα προϊόντα πολλαπλασιάστηκαν
το ίδιο και τα φυσικά υλικά που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τους.
Το
1991 αξιοποιώντας και αναδεικνύοντας τις ιδιότητες των αιθερίων ελαίων,
κυκλοφορούν τη σειρά ΑROMATHERAPY και τη σειρά εξατομικευμένων καλλυντικών
PERSONAL.. Το 2001 προχωρούν σε μια ακόμα καινοτομία. Αφουγκραζόμενοι τις
επιθυμίες των πελατών κυκλοφορούν τις μάσκες προσώπου, express beauty masks, σε
συσκευασία μονοδόσεων σε φακελάκια. Η επιτυχία τους είναι εντυπωσιακή, σε
σημείο που ο γκουρού του marketing Philip Kotler να την χαρακτηρίζει «case study»
Σήμερα
πλέον, που η Apivita συμπληρώνει 38 χρόνια ζωής, δραστηριοποιείται σε 15 χώρες, σε
συνεργασία με αλυσίδες φαρμακείων αλλά και στον χώρο της λιανικής με δικά της
καταστήματα, στα πρότυπα του εμβληματικού καταστήματός της «The APIVITA
Experience Store» στο κέντρο της Αθήνας.
Σημαντικό
μερίδιο στη διαχρονική επιτυχία της Apivita έχει η προσήλωσή της στην έρευνα και την ανάπτυξη.
Συγκεκριμένα η εταιρεία συμμετέχει σε δέκα ερευνητικά προγράμματα σε συνεργασία
με πανεπιστημιακά ιδρύματα και ερευνητικά κέντρα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό
και συνεργάζεται με 71 ιδρύματα σε 22 διαφορετικές χώρες. Η έρευνα εστιάζεται
κυρίως στα βότανα της ελληνικής φύσης, τα μελισσοκομικά προϊόντα, αλλά και τον
υποθαλάσσιο χώρο της Μεσογείου.
Πηγή:
προσαρμογή σε άρθρο του www.insider.gr