Μία
ιδιοφυής και άκρως επιτυχημένη εφεύρεση, η περιστρεφόμενη πόρτα, εμφανίστηκε για
πρώτη φορά στα τέλη του 19ου αιώνα. Τις δεκαετίες που ακολούθησαν, καθιερώθηκε
και ως σύμβολο κύρους σε εισόδους κτιρίων -ιδιαίτερα σε ξενοδοχεία, εμπορικά
κέντρα, μεγάλες εταιρείες- που παρουσιάζουν έντονη διέλευση ανθρώπων.
Στην
περίπτωση της περιστρεφόμενης πόρτας, ο εφευρέτης ήταν ο Αμερικανός Θεόφιλος
βαν Κένελ (1841-1919), που είχε ήδη εφεύρει μία ατραξιόν για το λούνα παρκ, που
έμοιαζε πολύ με τα σημερινά συγκρουόμενα.
Ωστόσο,
η πιο σημαντική του εφεύρεση ήταν η πόρτα που παρεμποδίζει τη
σκόνη, τη βροχή, το χιόνι και τους έξω θορύβους να εισχωρήσουν στο κτίριο, ενώ ταυτόχρονα
κρατά τη θερμότητα μέσα, εξοικονομώντας ενέργεια και κεφάλαια. Το οξύμωρο της
υπόθεσης ήταν ότι ο εν λόγω εφευρέτης μάλλον δεν είχε διακρίνει όλες αυτές τις
αρετές της εφεύρεσής του – στην κατοχύρωση της εφεύρεσής του υποστήριζε ότι «θα
σώσει ζωές παρεμποδίζοντας θανατηφόρες ασθένειες να εισχωρήσουν στο κτήριο και
να θέσουν σε κίνδυνο τις ζωές πωλητών, ταμείων και κάθε λογής υπαλλήλων που
βρίσκονται κοντά σε μία διαρκώς ανοικτή πόρτα».

Όντας
αντικοινωνικός και μισογύνης, λέγεται πως ο πραγματικός λόγος που τον οδήγησε
να επινοήσει ένα μηχανισμό όπου κανένας, πέρα από αυτόν που προηγείται, δεν θα χρειαζόταν
να ανοίγει την πόρτα σε κάποιον άλλον ήταν η απέχθειά του στους καλούς τρόπους
και ιδιαίτερα η υποχρέωση να σπρώχνει ή να κρατά την πόρτα ανοικτή στις
γυναίκες, αφήνοντάς τις να περάσουν πρώτες.

Για την
ιστορία, η πρώτη περιστρεφόμενη πόρτα εγκαταστάθηκε σε εστιατόριο της Times
Square το 1899 και σημείωσε ιδιαίτερη επιτυχία, απαξιώνοντας τις πόρτες «επαναφοράς»
(όπως αυτές στα σαλούν της Αγριας Δύσης) που χρησιμοποιούνταν έως τότε.
