Barbie. Η Πρώτη Ενήλικη Κούκλα
Το 1935, η 19χρονη Ρουθ Χάντλερ
μετέβη στο Χόλιγουντ για να σπουδάσει βιοµηχανικό σχέδιο, όπου παντρεύτηκε τον
συµµαθητή της, Έλιοτ Χάντλερ. Το ζευγάρι έστησε ένα ολόκληρο εργαστήριο
παραγωγής ειδών δώρου µέσα στο γκαράζ του σπιτιού τους στη νότια Καλιφόρνια,
που µοιράζονταν µε τον γείτονά τους, ο οποίος όµως έπεισε τον ιδιοκτήτη να τους
διώξει επικαλούµενος το θόρυβο που έκαναν.
Καθώς οι Χάντλερ έψαχναν άλλο γκαράζ,
συνάντησαν τον Ματ Μάτσον, παλιό φίλο και συµµαθητή του Έλιοτ, ο οποίος
κατασκεύαζε κορνίζες στο γκαράζ του. Οι τρεις µαζί ίδρυσαν το 1945 τη Mattel
(από τα αρχικά των ονοµάτων των δύο φίλων), µία βιοτεχνία που αρχικά
κατασκεύαζε κορνίζες και αργότερα µινιατούρες, έπιπλα και παιχνίδια για
παιδικές κούκλες.
Το 1947, η Mattel έβγαλε
το πρώτο της παιχνίδι, µια χαβανέζικη κιθάρα, όµως έκανε το λάθος να την
παρουσιάσει στην αγορά δύο µήνες πριν από το µεγάλο φεστιβάλ παιχνιδιού στη Νέα
Υόρκη, µε αποτέλεσµα να αντιγραφεί µε ευκολία από τους ανταγωνιστές. Τα επόµενα
χρόνια, οι Χάντλερ, µαθαίνοντας από τα λάθη τους, έβγαζαν τα παιχνίδια για
πρώτη φορά στο φεστιβάλ και ταυτόχρονα τα κατοχύρωναν, ώστε να µην µπορούν να
αντιγραφούν.
Το 1956, σε ένα ταξίδι στην Ευρώπη, η Χάντλερ
και η 15χρονη κόρη της, Μπάρμπαρα, εντυπωσιάστηκαν από µια ευμεγέθη κούκλα 30
εκατοστών, τη Λίλι, που είδαν στη βιτρίνα ενός καταστήματος, η οποία
αναπαρίστανε την ηρωίδα ενός δηµοφιλούς, την εποχή εκείνη, γερµανικού κόµικ. Η
Λίλι είχε καµπύλες και ψηλά τακούνια και έβγαζε τα «προς το ζην» κάνοντας το
αρχαιότερο επάγγελµα του κόσµου, κάτι που η Χάντλερ δεν είχε αντιληφθεί τότε.
Έβαλε, λοιπόν, τρεις Λίλι στις αποσκευές της και όταν γύρισε πίσω άρχισε να
σχεδιάζει µία ανάλογων διαστάσεων κουκλίτσα.
Η ιδέα τής είχε έρθει όταν πρόσεξε την κόρη
της και τις φίλες της να παίζουν µε µεγάλες χάρτινες κούκλες που έκοβαν από
εφηµερίδες και βιβλία και να διασκεδάζουν δίνοντάς τους ρόλους ενήλικων
γυναικών. Αποφάσισε λοιπόν να την ονοµάσει Barbie (χαϊδευτικό της κόρης της)
και βάλθηκε να πείσει τον σύζυγό της (ο Μάτσον είχε ήδη εγκαταλείψει,
διαφωνώντας µε την εστίαση της εταιρείας στα παιχνίδια) να κατασκευάσει
κουκλίτσες Barbie, οι οποίες είχαν ένα διακριτικό χαρακτηριστικό αφού
αναπαρίσταναν µία έφηβη µε στήθος, ντυµένη µε ρουχαλάκια της µόδας αλλά πάντως
όχι προκλητικά.
Η ιδέα δεν ενθουσίασε
τον ανδρικό πληθυσµό της Mattel, που πίστευε ότι τα κοριτσάκια ήθελαν να
παίζουν µε κούκλες-µωρά. Τα κοριτσάκια, της έλεγαν, παίζουν µε κούκλες-µωρά
επειδή θέλουν να αναπαριστούν τις µαµάδες τους. Ένα ακόµη εµπόδιο για τη
Χάντλερ προέκυψε µε τη σχεδίαση και παραγωγή των µικροσκοπικών ρούχων της
κούκλας, τα οποία η ίδια επέµεινε να πωληθούν ξεχωριστά. Τελικά, µία ιαπωνική
εταιρεία ανέλαβε την παραγωγή για 20 διαφορετικά συνολάκια (σήµερα, οι
σχεδιαστές της εταιρείας ράβουν κάθε χρόνο τουλάχιστον 100 διαφορετικά
κοµµάτια).
Ανήσυχο πνεύμα, μολονότι
ήταν πεπεισμένη ότι τα κοριτσάκια θα λατρέψουν την κούκλα, διατηρούσε
αμφιβολίες για τη στάση που θα τηρούσαν οι γονείς τους. Ανέθεσε, λοιπόν, σε μία
ψυχολόγο να παρατηρήσει επί έξι μήνες 23 πατεράδες, 45 μαμάδες και 357 παιδιά,
η οποία συμπέρανε ότι οι μαμάδες θα ζήλευαν την κούκλα με τις θεϊκές αναλογίες
(σύμφωνα με έρευνες, µόνο ένα στα 100.000 κοριτσάκια έχει πιθανότητες να τις
αποκτήσει) και θα την απέρριπταν. Πρότεινε, μάλιστα, τη χρησιμοποίηση της
τηλεόρασης ως διαφημιστικού μέσου, με σλόγκαν «κάποια μέρα θα γίνω ακριβώς σαν
και σένα», προκειμένου να τις «καθησυχάσει»
Η Χάντλερ επέµεινε µέχρι τέλους και έτσι το
1959 εισήχθησαν από την Ιαπωνία ένα εκατοµµύριο κούκλες. Η ίδια ήταν αρκετά
αισιόδοξη, έχοντας ως στόχο να πουλήσει την εβδοµάδα του φεστιβάλ 20.000
κούκλες και δύο εκατοµµύρια ρουχαλάκια. Η ανταπόκριση όµως δεν ήταν η
αναµενόµενη, απογοητεύοντας τη δηµιουργό της. Όμως, δεν είχε συνυπολογίσει μία
παράμετρο: τη δύναμη του παιδιού.
Όταν λοιπόν η Barbie
προβλήθηκε στην τηλεόραση, προκάλεσε φρενίτιδα στα κοριτσάκια, τα οποία
έσπευσαν στα καταστήµατα µε τις µαµάδες τους για να την προµηθευτούν. Η τιμή
της ήταν προσιτή καθώς κόστιζε μόλις τρία δολάρια, ήταν όμως τα έξτρα
ρουχαλάκια τα οποία –στην «αλμυρή» τιμή των 1-3 δολαρίων- αποδείχθηκαν
«χρυσωρυχείο», όπως ακριβώς είχε προβλέψει η δημιουργός της, που θεωρούσε ότι η
αλλαγή των ρούχων της κούκλας θα προσέδιδε τη μεγαλύτερη ικανοποίηση στα
κοριτσάκια. Τη χρονιά εκείνη πουλήθηκαν 350.000 κούκλες, ενώ την εποµένη η
Mattel µπήκε στη Wall Street
και κατευθείαν στον κατάλογο των 500 µεγαλύτερων επιχειρήσεων του περιοδικού
Fortune.
Έκτοτε έχουν πωληθεί περισσότερες από ένα
δισεκατοµµύριο Barbie, οι περισσότερες κατασκευασµένες στην Κίνα και σε άλλες
χώρες της Άπω Ανατολής, ενώ ο ετήσιος τζίρος της Mattel φθάνει τα 2 δισ.
δολάρια. Σήµερα, πωλούνται σε 150 χώρες δύο κούκλες ανά δευτερόλεπτο, ενώ έχει
υπολογιστεί ότι αν όλες οι κούκλες απλώνονταν σε µία σειρά, θα περικύκλωναν τη
Γη τρεισήµισι φορές.
Κάθε κοριτσάκι στις ΗΠΑ, ηλικίας 3-11 ετών,
έχει στην κατοχή του 10 Barbie ή κούκλες άλλων µελών της «οικογένειας», καθώς
εδώ και χρόνια απέκτησε έναν καλό φίλο, τον Κεν (το όνοµα του γιου της Χάντλερ
– αντίθετα με την Barbie, θεωρείται πιο
«ανθρώπινος», αφού τις αναλογίες του έχει ένας στους 50 άνδρες), καθώς και
άλλους φίλους και φίλες που φέρουν τα ονόµατα των εγγονιών της εφευρέτριας.
Τα επόμενα χρόνια, η Χάντλερ, που εξωθήθηκε
σε παραίτηση µαζί µε το σύζυγό της από τη Mattel στη δεκαετία του ’70, επιβίωσε
μιας μαστεκτομής (αντιλαμβανόμενη πόσο κακής ποιότητας ήταν τα προσθετικά
στήθους, δημιούργησε δική της εταιρεία, καταφέρνοντας μάλιστα να διαθέσει ένα
εκατομμύριο τεμάχια στην αγορά) και μιας δικαστικής περιπέτειας, όπου κατηγορήθηκε
για λογιστικές παρατυπίες (καταδικάστηκε σε 41 έτη φυλάκισης, όμως απέφυγε τα
χειρότερα πληρώνοντας 57 χιλιάδες δολάρια και παρέχοντας 500 ώρες κοινοφελούς
εργασίας).
Η Ρουθ Χάντλερ απεβίωσε το 2002 σε ηλικία 85
ετών, το όνειρό της όμως εξακολουθεί να παραµένει ζωντανό, αφού η Barbie, που
από το 2004 ακολουθεί σόλο καριέρα καθώς «χώρισε» από τον Κεν, συνεχίζει να
πουλάει (αν και τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί αισθητή κάµψη), αρνούµενη
πεισµατικά να ολοκληρώσει τον κύκλο της και να ξεχαστεί όπως τόσα άλλα
παιχνίδια που κάποτε κέντριζαν τη φαντασία των παιδιών.
Πηγή:
«Γνωστά Ονόματα, Άγνωστες Ιστορίες 1» (Εκδ. Σταμούλης)