Στην Κάντζα, κοντά στην ομώνυμη στάση του
μετρό, υπάρχει ένας απέραντος αμπελώνας που κρύβει τη δική του ιστορία. Μια
ιστορία που ξεκίνησε πριν περίπου ενάμιση αιώνα, όταν δύο αδέρφια, οι Ανδρέας
και Αλέξανδρος Καμπάς, ενήμεροι για την ύπαρξη ενός αρχαίου υδραγωγείου το
οποίο οδηγούσε το νερό στον κάμπο των Μεσογείων, αγοράζουν μια αχανή έκταση
και, έχοντας σε μεγάλο βαθμό λύσει το πρόβλημα της άρδευσης, φυτεύουν αμπέλια.
Μόλις είχαν μπει τα θεμέλια για μία από τις πιο ιστορικές εμπορικές επωνυμίες,
η οποία δυστυχώς, μετά το θάνατο των ιδρυτών, θα έχανε τη δυναμική της και θα
οδηγούνταν σε μαρασμό.
Γυρίζουμε λοιπόν το χρόνο πίσω, στα μέσα του
19ου αιώνα, όταν τα δύο αδέρφια Ανδρέας και Αλέξανδρος Καμπάς είναι ιδιοκτήτες
στάβλων στην οδό Ξενοφώντος, στο κέντρο της Αθήνας. Παράλληλα με αυτή την
επαγγελματική ενασχόληση, νοικιάζουν δημόσιες εκτάσεις, στα Μεσόγεια και τη
Λαυρεωτική, για να τις καλλιεργήσουν. Μολονότι τα περισσότερα από αυτά τα
κτήματα δεν ευνοούσαν -λόγω πετρώδους εδάφους- την καλλιέργεια σιτηρών, ήταν
χρήσιμα μόνο ως βοσκοτόπια. Παρόλα αυτά, σε ένα από αυτά, αυτό της
Παλαιοπαναγιάς, υπήρχαν αμπέλια που ήταν ιδιαίτερα παραγωγικά, αφού έβγαζαν
περίπου 12.000 οκάδες κρασί ετησίως.
Το 1875, τα δύο αδέρφια, διαβλέποντας μια
άνευ προηγουμένου επιχειρηματική ευκαιρία, παίρνουν τη μεγάλη απόφαση και
αγοράζουν από τον Εμμανουήλ Αργυρόπουλο μια τεράστια έκταση που, εικάζεται ότι,
ξεκινούσε από τον Αη Γιάννη τον Κυνηγό στον Υμηττό και έφθανε μέχρι το
Αστεροσκοπείο της Πεντέλης. Όντας διορατικοί, στο κτήμα της Κάντζας φυτεύουν
αμπέλια, με αποτέλεσμα να αυξηθεί κατακόρυφα η παραγωγή μούστου - μια κίνηση,
ωστόσο, που σύντομα θα βρει μιμητές, αφού οι χωρικοί της γύρω περιοχής
προσανατολίζονται και αυτοί στην παραγωγή μούστου.
Η συνεχώς διευρυνόμενη παραγωγή μούστου όμως
ωθεί την τιμή του σε ιστορικά χαμηλά, παρακινώντας έτσι τον Ανδρέα Καμπά – ο
αδερφός του είχε διαφορετικές βλέψεις και προτίμησε να παραμείνει κτηματίας και
ασφαλιστής συνάμα- να αποθηκεύσει την παραγωγή και να αναζητήσει εναλλακτικούς
τρόπους διάθεσης.
Προσκαλεί από τη Γαλλία έναν χημικό και
γεωλόγο, ο οποίος φέρνει μαζί του ένα εργαλείο κατάλληλο για την απόσταξη του
κρασιού, ενώ το 1880 εισάγει –στην Κάντζα, όπου είχε στήσει μια πρότυπη και
μοναδική στην Ελλάδα μονάδα παραγωγής αποσταγμάτων- ένα υπερσύγχρονο μηχάνημα
απόσταξης οίνων, η έλευση του οποίου αντιμετωπίζεται με έκπληξη και αμηχανία
από τους λιγοστούς κατοίκους του μικρού χωριού των Μεσογείων.
Αποστάζοντας τα κρασιά των προηγούμενων
ετών, παρασκευάζει –παρά τις πιέσεις των συγγενών του, που τον θεωρούσαν τρελό-
κονιάκ, το οποίο, ελλείψει ζήτησης, αποθηκεύει σε αχυρώνα της περιοχής. Όπως το
περιέγραψε και ο ίδιος σε μια επιστολή του: «Ηναγκάσθην να εναποθηκεύσω
ολόκληρον την παραγωγήν μου, ήτις ανήρχετο εις μεγίστην ποσότητα, και να τραπώ
εις σκέψεις χρησιμοποιήσεως του οίνου τούτου. Δια την πράξη μου ταύτην με
εκάκισαν άπαντες οι συγγενείς μου και οι οικειότεροί μου και με εξέλαβον ως να
είχον πάθει διανοητικώς…».
Έπρεπε να περάσουν οκτώ χρόνια, όταν ο
Καμπάς έδωσε δείγματα του κονιάκ σε φίλους του χημικούς και γιατρούς, οι οποίοι
κατενθουσιάστηκαν και τον προέτρεψαν να στείλει δείγματα στον ελληνικό Στρατό.
Από εκεί θα έρθει και η πρώτη παραγγελία, ύψους 2.000 φιαλών, η οποία ωθεί τον
δαιμόνιο επιχειρηματία να ανοίξει πρατήριο διάθεσης κονιάκ στο σπίτι του, στην
οδό Φιλελλήνων.
Το 1889, χρονιά κατά την οποία το κτήμα στην
Κάντζα θα κατατμιστεί ανάμεσα στα δύο αδέρφια, ο Ανδρέας Καμπάς επιλέγεται ως
επίσημος προμηθευτής της Αυτού Μεγαλειότητας του Βασιλέως, ίσως η καλύτερη
διαφήμιση τα χρόνια εκείνα, ενώ συμμετέχει σε διεθνείς εκθέσεις, με τα προϊόντα
του να αποσπούν χρυσά βραβεία.
Παρά την όποια επιτυχία του, ο Καμπάς, όντας
ανήσυχη φύση, δεν επαναπαύεται στις δάφνες του. Επενδύει τόσο σε κτιριακό όσο
και σε μηχανολογικό εξοπλισμό, ενώ, με προσωπικά ταξίδια σε Ρωσία, Αίγυπτο,
Συρία, Βουλγαρία, Ρουμανία και Μικρά Ασία, διαδίδει τα προϊόντα του στους Έλληνες
των περιοχών αυτών. Απόρροια των επιχειρηματικών αυτών κινήσεων ήταν η
ανάδειξη, πριν τη δύση του αιώνα, της εταιρείας του ως η μεγαλύτερη του κλάδου
στην Ελλάδα, με το «κονιάκ Καμπά» να κατέχει την πρωτιά σε Ελλάδα, Αίγυπτο και
Ανατολή.
Παράλληλα με το κονιάκ παρασκευάζει και κρασί,
το οποίο θα κατακλύσει την αγορά. Μάλιστα, είναι τόσο μεγάλη η ζήτηση, που
αναγκάζεται να αγοράζει συχνά μεγάλες ποσότητες σταφυλιών από παραγωγούς των
γύρω περιοχών, τονώνοντας έτσι την τοπική οικονομία. Ενδεικτική της ευημερίας
της εταιρείας Καμπά ήταν η μετατροπή της, το 1918 σε Ανώνυμη Εταιρεία και η
είσοδός της, δύο χρόνια μετά, στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών.
Το 1924, όμως, η εταιρεία αλλάζει σελίδα. Ο
Ανδρέας Καμπάς αποβιώνει σε ηλικία 73 ετών αφήνοντας παρακαταθήκη στους δύο
γιους του, Άγγελο και Παναγιώτη, μια κραταιά επιχείρηση που αριθμούσε τέσσερα
εργοστάσια με ετήσια παραγωγή 2 εκατ. λίτρων και 5.500 στρέμματα στην Κάντζα
και στη Γιαλού.
Μολονότι η δεύτερη γενιά προβαίνει σε
σημαντικές επενδύσεις, με πιο αξιοσημείωτη την αγορά εκτάσεων στην Αρκαδία και
την ανέγερση εκεί εργοστασίου παραγωγής οίνου, δεν δείχνει να διαθέτει την
οξυδέρκεια και το επιχειρηματικό δαιμόνιο του ιδρυτή. Η εταιρεία παρουσιάζει
διαρκώς μειωμένη κερδοφορία, ενώ τα χρέη προς τις τράπεζες αυξάνονται
κατακόρυφα. Μετά από διαδοχικές ζημιογόνες χρήσεις, τα δύο αδέρφια υποθηκεύουν
το εργοστάσιο και τα κτήματα και μετά επιχειρούν να ξεπληρώσουν σιγά σιγά τα
χρέη. Εις μάτην όμως, καθώς, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, το 1936 η εταιρεία
περνάει στην Εθνική Τράπεζα. Για μισό και πλέον αιώνα η Καμπάς Α.Ε. φυτοζωεί,
αναπολώντας τα περασμένα μεγαλεία. Παρόλα αυτά, εξακολουθεί να διαθέτει
παρουσία στην τηλεόραση, με πιο εμβληματική τη διαφήμιση με τον πιτσιρικά που
πηγαίνει στο μπακάλικο μονολογώντας τη λίστα αγοράς «τυρί, ρύζι, καφέ, γάλα,
Καμπά».
Το 1991 η Εθνική Τράπεζα, σε μια προσπάθεια
να «ξεφορτωθεί» την ιστορική οινοποιία βγάζει σε δημοπρασία όλα τα ακίνητα της
εταιρείας. Τα κληροδοτήματα του «Πατριάρχη της Μεσογαίας» καταλήγουν στην
εταιρεία Μπουτάρης, που συνεχίζει την καλλιέργεια των αμπελιών και την παραγωγή
κρασιού και μπράντι.
Σήμερα, σε μια εποχή όπου οι περισσότεροι
αμπελουργοί της Ανατολικής Αττικής σπεύδουν να απαλλοτριώσουν τα αμπέλια τους
και να τα μετατρέψουν σε μεζονέτες, υπάρχει μια γυναίκα, η Ρωξάνη Μάτσα,
δισέγγονη του Ανδρέα Καμπά, η οποία, σε πείσμα των καιρών, πήρε –πριν τέσσερις
δεκαετίες περίπου- τη μεγάλη απόφαση να ζήσει στο κτήμα των προγόνων της και να
του ξαναδώσει ζωή. Ίσως είναι μια ελάχιστη ένδειξη τιμής στον άνθρωπο που, πριν
ενάμιση αιώνα, έβαλε τις βάσεις τη σύγχρονης οινοποιίας στην Ελλάδα.