Ο Ουόλτ Ντίσνεϊ συνήθιζε να λέει ότι
«υπάρχουν πολλοί Μίκυ Μάους µέσα µου», θέλοντας να δείξει ότι ήταν εύκολο να
δώσει ευτυχία σε όλο τον κόσµο, αφού και ο ίδιος δήλωνε ευτυχισµένος. Ο
ποντικός αυτός είχε καταφέρει να σώσει τον νεαρό από τη µιζέρια και την
ανυποληψία, µετατρέποντάς τον στην κορυφαία προσωπικότητα των κινουµένων
σχεδίων.
O Ντίσνεϊ γεννήθηκε το
1901 στο Σικάγο. Από µικρός επέδειξε έντονο ενδιαφέρον για τη ζωγραφική, ενώ σε
ηλικία επτά χρονών είχε ήδη πουλήσει µερικά σκίτσα και ζωγραφιές στους γείτονές
του. Ταυτόχρονα, µαζί µε τα αδέρφια του, βοηθούσε από τα χαράµατα τον ιδιότροπο
πατέρα του στο κτήµα, ενώ αργότερα, µαζί µε τον αδερφό του, Ρόι, ξυπνούσε από τα
χαράµατα για να µοιράσει εφηµερίδες. Πάντως, µε την πρώτη ευκαιρία, τα τέσσερα
αδέρφια έφυγαν από το σπίτι, αφήνοντας µόνο τον καταπιεστικό πατέρα.
Το 1918, και ενώ είχε ήδη αναπτύξει έντονο
ενδιαφέρον για τη ζωγραφική, τις τέχνες, τις µιµήσεις (αγαπηµένος του ηθοποιός
προς µίµηση ήταν ο Τσάρλι Τσάπλιν) και τις µαθητικές θεατρικές παραστάσεις, ο
Ντίσνεϊ προσπάθησε να καταταγεί στον στρατό για να πολεµήσει στον Α´ Παγκόσµιο
Πόλεµο, όµως δεν έγινε δεκτός διότι δεν είχε συµπληρώσει τα 18 έτη. Άλλαξε όµως
την ηµεροµηνία γεννήσεως και έγινε δεκτός από τον Ερυθρό Σταυρό ως οδηγός
γαλλικού ασθενοφόρου, στο οποίο είχε ζωγραφίσει διάφορα σκίτσα.
Μετά τον πόλεµο, εργάστηκε για λίγο σε
διαφηµιστικό γραφείο, όπου ασχολήθηκε µε το animation, ενώ αργότερα άνοιξε µία
εταιρεία, την Laugh-O-grams,
η οποία όµως πτώχευσε. Ο ίδιος βιώνει την απόλυτη ανέχεια, καθώς μη έχοντας
χρήματα να πληρώσει το ενοίκιο κοιμάται στο γραφείο και χρησιμοποιεί τα δημόσια
λουτρά για να πλυθεί. Εχοντας μόλις 40
δολάρια στην τσέπη, µετακομίζει στον θείο του στο Χόλιγουντ, όπου µε δανεικά
λεφτά ετοιµάζει animated φιλµ (µέσα στο γκαράζ όπου δούλευε είχε στήσει µία
κάµερα που στηριζόταν σε ξύλινα κουτιά – τα πρώτα του καρτούν ήταν αστείες
φιγούρες πάνω σε µπαλόνια), τα οποία όµως δεν έχουν ιδιαίτερη επιτυχία. Λίγα
χρόνια μετά, το 1923, με την οικονομική συνδρομή του αδερφού του, Ρόυ,
μετακομίζουν σε ένα μικρό στούντιο όπου κρεμούν μία πινακίδα στο παράθυρο «Disney
Brothers Studio».

Ακολούθησαν και άλλοι επιτυχηµένοι
χαρακτήρες, όπως ο Ντόναλντ Ντακ και ο Πλούτο, οι οποίοι εµφανίζονταν στα πρώτα
έγχρωµα κινούµενα σχέδια, αλλά και σε ρούχα µε την άδεια -έναντι αδράς αµοιβής-
της Walt Disney Production. Ωστόσο, η
απογείωση ήρθε το 1937 µε το φιλµ «Η Χιονάτη και οι Επτά Νάνοι», µε κόστος 1,5
εκατοµµύριο δολάρια, ποσό απίστευτο για τα δεδοµένα της εποχής. Είναι
χαρακτηριστικό ότι το έν λόγω φιλμ απέφερε την πρώτη χρονιά έσοδα 8,5 εκατ.
δολαρίων όταν το παιδικό εισιτήριο κόστιζε μόλις 10 σεντς.
Η επιτυχία αυτή έµελλε
να µετατρέψει τον διάσημο πια δηµιουργό της, που κόσμησε το εξώφυλλο του
περιοδικού Time και παρέλαβε τιμητικά διπλώματα από το Χάρβαρντ και το
Γέηλ, σε ένα άτοµο καχύποπτο, µελαγχολικό, ρατσιστή, μισογύνη, φανατικό
αντικομμουνιστή και κατηφή, χαρακτηριστικά τα οποία βέβαια έρχονταν σε αντίθεση
µε τις διάφορες φωτογραφίες όπου πάντα εµφανίζονταν χαµογελαστός, αλλά και τις
δηλώσεις του ότι πάντα ήταν χαρούµενος και ευτυχισµένος. Μάλιστα,
όταν κάποτε ρωτήθηκε για το µεγαλύτερο επίτευγµα στη ζωή του, η απάντησή του
ήταν αποστοµωτική: «Ήταν όλο αυτό το καταραµένο πράγµα, το ότι κατάφερα να
χτίσω αυτό τον οργανισµό και να τον κρατήσω…». Δεν είπε κουβέντα για την
οικογένειά του που τον στήριξε ή για τη χαρά που έδωσε σε εκατοµµύρια παιδάκια
όλου του κόσµου.

Ο Ντίσνεϊ επινόησε,
επίσης, την ιδέα του πρώτου θεµατικού πάρκου απηυδησμένος από τα πάρκα της
εποχής που επισκέπτονταν με τις δύο κόρες του, που ήταν βρώμικα, με χαμηλής
ποιότητας παιχνίδια και αγενείς υπαλλήλους, Το 19
55, το πρώτο οργανωµένο πάρκο για όλη την οικογένεια, η Disneyland, ήταν γεγονός. Με κόστος 17 εκατ. δολάρια, ο μεγάλος παραμυθάς κατάφερε να δημιουργήσει μία ρομαντική μικροσκοπική πόλη εμπνεόμενος από την πόλη όπου μεγάλωσε στο Μιζούρι, έναν χώρο που θα ταξιδεύει μικρούς και μεγάλους σε έναν άλλο κόσμο, πιο χαρούμενο και φανταχτερό. Το αποτέλεσμα τον δικαίωσε καθώς ήδη στις πρώτες επτά εβδομάδες η Disneyland προσέλκυσε ένα εκατομμύριο επισκέπτες, διπλάσιους από τον προβλεπόμενο στόχο.
Ο Ντίσνεϊ έδινε ιδιαίτερη
έµφαση στη συµπεριφορά των υπαλλήλων του (αν και είχε συχνά επικριθεί για τη
συµπεριφορά του έναντι αυτών –είναι χαρακτηριστικό ότι απαγόρευε στους αρρένες υπαλλήλους
του να έχουν µουστάκι ή γένια), αφού γνώριζε ότι αυτοί έρχονταν σε επαφή µε
τους επισκέπτες και έπαιζαν σηµαντικό ρόλο στην ικανοποίησή τους. Μάλιστα, το
μόττο του ήταν: «Χαµογελάστε, είµαστε στη σκηνή».

Πηγή: Γνωστά Ονόματα Αγνωστες Ιστορίες 1 (Εκδ. Σταμούλης)