Τη δεκαετία του 1930, η απόφαση πολλών
ευρωπαϊκών χωρών να περιορίσουν τις εξαγωγές τους θα δώσει μια απίστευτη ώθηση
στην ελληνική βιομηχανία, η οποία συγκεντρώνεται κυρίως στην Αθήνα και στον
Πειραιά, όπου υπάρχει σχετικά μεγάλο αγοραστικό κοινό και άφθονα εργατικά
χέρια. Από τις εκατοντάδες μικρές βιομηχανικές μονάδες που συστήνονται την
εποχή αυτή για να παράγουν προϊόντα που προορίζονται για την εγχώρια
κατανάλωση, είναι και η σοκολατοποιία ΙΟΝ, που ήταν δημιούργημα μιας νεανικής
παρέας που αποφάσισε να «κάνει το κέφι της» και να παρασκευάσει σοκολάτες στην
Ελλάδα. Προφανώς, κανένας από αυτούς τους νεαρούς δεν θα μπορούσε να φανταστεί
ότι η εν λόγω εταιρεία θα εξελισσόταν σε μια βιομηχανία-πρότυπο, με υγιή
οικονομικά μεγέθη, που θα αποτελούσε διακαή πόθο πολλών πολυεθνικών.
Όλα άρχισαν το 1930
στην περιοχή του Φαλήρου, σε μια εποχή όπου η σοκολάτα είχε αρχίσει να γίνεται
ιδιαίτερα δημοφιλής στην αριστοκρατική κοινωνία της Αθήνας. Τότε, μια παρέα
φίλων, έχοντας επισκεφθεί την Κεντρική Ευρώπη όπου έχει μυηθεί στον κόσμο της
σοκολάτας, αποφασίζει «να κάνει το κέφι της» και να ασχοληθεί με την παρασκευή
της. Την ίδια χρονιά, αναγείρεται το εργοστάσιο επί της οδού Πειραιώς και έτσι
ιδρύεται επίσημα η ΙΟΝ, από το «ίον το εύοσμο», τον μενεξέ.
Δυστυχώς, το εγχείρημα των νεαρών διέπεται
από ερασιτεχνισμό, με αποτέλεσμα ήδη από τα πρώτα χρόνια η νεοσύστατη εταιρεία
να μην δείχνει ικανή να υπερβεί τις δυσκολίες και να σταθεί στα πόδια της. Ως
εκ τούτου, το 1935 συγχωνεύεται με την ακμάζουσα βιομηχανία παραγωγής καραμέλας
και ζαχαρωτών NASKO, των επιχειρηματιών
Νασιόπουλου και Κωτσιόπουλου.
Ηγετική φυσιογνωμία στο νέο εταιρικό σχήμα
αναδεικνύεται ο εξ Αρκαδίας ορμώμενος Κωνσταντίνος Κωτσιόπουλος, ο οποίος σε
λίγα μόλις χρόνια αποκτά την πλήρη κυριότητα της εταιρείας και καταφέρνει να
την βγάλει σχεδόν αλώβητη από την στενωπό του Β' Παγκοσμίου Πόλεμου και του Εμφύλιου
Διχασμού. Όντως, στα τέλη της δεκαετίας του 1940, σε μια ερειπωμένη Ελλάδα που
ακόμη μετράει τις πληγές της, η ΙΟΝ γνωρίζει σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης και
αναδεικνύεται σε μια εταιρεία-πρότυπο. Την ίδια εποχή βγάζει στην παραγωγή και
το πιο εμβληματικό της προϊόν, την σοκολάτα αμυγδάλου, «την πρώτη αγάπη και
παντοτινή».
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 μπαίνουν
στην εταιρεία ο Ιωάννης Κωτσιόπουλος και ο στενός φίλος, συμφοιτητής,
συμπατριώτης και ξάδερφός του, Γιώργος Καρκατζής, οι οποίοι για μισό και πλέον
αιώνα θα παραμείνουν στο πηδάλιο της εταιρείας και θα την οδηγήσουν σε ασφαλή
μονοπάτια. Σε αυτούς χρεώνεται, λίγα χρόνια αργότερα, το 1957, η ίδρυση
ξεχωριστής εταιρείας με αντικείμενο την αποκλειστική διάθεση των προϊόντων,
βάζοντας έτσι τα θεμέλια για το δίκτυο πωλήσεων της ΙΟΝ, η ανέγερση, το 1975,
εργοστασίου παρασκευής γκοφρέτας, η διεύρυνση της γκάμας προϊόντων (που σήμερα
περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις Σοκοφρέτα ΙΟΝ, Break και Noisetta), η εξαγορά της σοκολατοποιίας Mabel και της ΙΝΤΕΡΙΑ Α.Ε.,
που παράγει τη σοκοπάστα Nucrema, καθώς και η ίδρυση της λευκοσιδηρουργίας ΕΛΣΑ.
Ήδη από τη δεκαετία του 1960 οι δύο άνδρες
αντιλαμβάνονται τη δύναμη της διαφήμισης, μολονότι αυτή βρίσκεται ακόμη σε
εμβρυακή φάση, και επενδύουν σε αυτή, αρχικά με έντυπες καταχωρήσεις και στη
συνέχεια με τηλεοπτικά μηνύματα όπου κυριαρχεί το σλόγκαν ΙΟΝ – Για Πάντα.
Σε αντίθεση, όμως, με την προβολή που
επιδιώκουν για τα προϊόντα τους, αμφότεροι δείχνουν να αποστρέφονται τη
δημοσιότητα, αποφεύγοντας συστηματικά την αυτοπροβολή. Η εσωστρέφεια αυτή επεκτείνεται
και σε οτιδήποτε έχει να κάνει με την εταιρεία, με κύριο χαρακτηριστικό τις
ελάχιστες δημοσιεύσεις σχετικά με την ιστορία της ή την παράθεση ορισμένων
βιογραφικών στοιχείων των ιδρυτών της.
Τη δεκαετία του 1980, σε μια εποχή όπου οι
πρώτες πολυεθνικές κάνουν αισθητή την παρουσία τους στην «παρθένα» ελληνική
αγορά, εγκαινιάζεται μία ατέρμονη προσπάθεια, που συνεχίζεται μέχρι τις ημέρες
μας, διαφόρων εμπορικών «κολοσσών» να εντάξουν στο άρμα τους μια υγιή και
εύρωστη βιομηχανία όπως είναι η ΙΟΝ.
Εν μέρει αυτό επιτυγχάνεται το 1988, όταν το
24,5% των μετοχών της ελληνικής σοκολατοποιίας, που βρισκόταν εκτός ελέγχου των
κυρίων Κωτσιόπουλου και Καρκάνη, καταλήγει στην Kraft Jakobs Sushard, μητρικής της σοκολατοποιίας Παυλίδης. Παρόλα αυτά,
μετά από μία δεκαετία, οι δύο Αρκάδες επιχειρηματίες καταφέρνουν, μετά κόπων
και βασάνων, το ακατόρθωτο: να επανακτήσουν, στο τίμημα που είχαν ορίσει εξ
αρχής, το 100% των μετοχών. Λέγεται, μάλιστα, ότι οι ξένοι διαπραγματευτές
είχαν κυριολεκτικά μείνει άφωνοι από τους διαπραγματευτικούς ελιγμούς, την
επιχειρηματολογία και το σθένος των δύο επιχειρηματιών.
Η «περιπέτεια» αυτή πείσμωσε ακόμη
περισσότερο τον Ιωάννη Κωτσιόπουλο, ο οποίος φέρεται να δήλωσε περιχαρής ότι
«τώρα είναι που δεν πουλάω με τίποτα». Πράγματι σε όσες «κρούσεις» έγιναν τα
κατοπινά χρόνια, η απάντηση του ήταν ίδια και απαράλλαχτη: «Η προσφορά σας δεν
με ενδιαφέρει».
Σήμερα, η εταιρεία ΙΟΝ εξακολουθεί να
ελέγχεται από τον Ιωάννη Κωτσιόπουλο και τον Γιώργο Καρκάνη, ο οποίος λόγω
προβλημάτων υγείας έχει μεταφέρει το μεγαλύτερο φόρτο εργασίας στον επιστήθιο
φίλο και συνοδοιπόρο του. Πρόκειται ίσως για τους τελευταίους εκπροσώπους της
παλιάς σχολής επιχειρηματιών, που εξακολουθούν να δουλεύουν ακατάπαυστα, μακριά
από τα φώτα της δημοσιότητας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ιωάννης
Κωτσιόπουλος είναι από τους πρώτους που πηγαίνουν κάθε πρωί στο εργοστάσιο, στο
Νέο Φάληρο, και από τους τελευταίους που αργά το βράδυ αποχωρούν. Γνωρίζει δε
με το μικρό τους όνομα όλους τους εργαζόμενους στην επιχείρησή του, ενώ, σε
αντίθεση με άλλους συναδέλφους του, ζει σπαρτιάτικα χωρίς προκλήσεις και
υπερβολές.
Διακατεχόμενοι προφανώς από το «σύνδρομο των
ιδρυτών», το οποίο χαρακτηρίζει όσους αδυνατούν να αποχωριστούν το «παιδί»
τους, την επιχείρησή τους, οι δύο συνοδοιπόροι, που πλέον διάγουν την ένατη
δεκαετία της ζωής τους, σύντομα θα αναγκαστούν να παραδώσουν τη σκυτάλη στη
νεότερη γενιά, η οποία μάλλον θα εκπροσωπηθεί από τα ανίψια του Ι.
Κωτσιόπουλου.
Την ίδια στιγμή, βέβαια, δεν είναι λίγοι
αυτοί που ισχυρίζονται ότι έχει έρθει πια το πλήρωμα του χρόνου η «πολύφερνη
νύφη» να αποδεχθεί κάποια δελεαστική πρόταση του ανταγωνισμού. Εξάλλου, ως
υγιής εταιρεία, με μερίδια αγοράς που σε κάποια προϊόντα πλησιάζουν το 30%,
έχει διαχρονικά αποσπάσει τα κολακευτικά σχόλια των ανταγωνιστών της, Ελλήνων
και ξένων, οι οποίοι θα την ήθελαν κάτω από την «ομπρέλα» τους. Όπως εύγλωττα
δήλωσε και ο πρόεδρος της Nestle Hellas: «Δεν μπορούμε παρά να σεβαστούμε ένα τόσο
σημαντικό παίκτη, που με τα προϊόντα του γράφει στην καρδιά και στο μυαλό του
Έλληνα καταναλωτή».