H Green Cola, σε λίγα μόνο χρόνια ζωής, έχει καταφέρει
να εισέλθει δυναμικά στην αγορά των αναψυκτικών, κερδίζοντας συνεχώς νέους
καταναλωτές. Η επιτυχία της, εδράζεται κατ’αρχάς στην μακρόχρονη παράδοση του
εργοστασίου εμφιάλωσης της ΕΠΑΠ, στο οποίο και παράγονται τα προϊόντα της Green
Cola.
Το 1959, στην
Ορεστιάδα, μια ανάσα από τα ελληνοτουρκικά σύνορα, μια ομάδα ντόπιων
παραγωγών ιδρύουν την Ένωση Παρασκευαστών Αεριούχων Ποτών (ΕΠΑΠ)
εμφιαλώνοντας πορτοκαλάδες, λεμονάδες και γκαζόζες, που διανέμονται στην
τοπική κοινωνία. Από το 1983 και για 25 χρόνια η μονάδα θα εμφιαλώνει
αποκλειστικά τα αναψυκτικά της Coca-Cola Τρία Εψιλον. Ώσπου το 2008, στην αρχή
της κρίσης, η τελευταία αποφασίζει να διακόψει τη συνεργασία της με τους
τοπικούς εμφιαλωτές ανά την Ελλάδα. Στη δύσκολη συγκυρία οι μέτοχοι
αποφασίζουν να σχεδιάσουν και να παρασκευάσουν τη δική τους σειρά αναψυκτικών
με την επωνυμία Sparky, η οποία ωστόσο περιορίστηκε στην τοπική
διάθεση.
Με
εφαλτήριο την ακριτική Ορεστιάδα του Έβρου και σημείο αναφοράς το
εμφιαλωτήριo της ΕΠΑΠ (Ένωση Παρασκευαστών Αεριούχων Ποτών), γεννήθηκε εν
μέσω κρίσης η Green Cola, το πρώτο επώνυμο ελληνικό αναψυκτικό
τύπου cola, καθώς στις αρχές του 2011 η ΕΠΑΠ εξαγοράζεται
από την Green Cola Company, εταιρεία στην οποία συμμετέχουν
μετοχικά, στελέχη με ισχυρή προϋπηρεσία και προφίλ στον κλάδο τόσο των ποτών,
όσο και άλλων ταχυκίνητων προϊόντων στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης και των
Βαλκανίων.
Αναγνωρίζοντας
τις τάσεις της αγοράς για προϊόντα χαμηλότερης θερμιδικής επιβάρυνσης
και πιο φυσικού προφίλ, η ομάδα των έμπειρων στελεχών σε συνεργασία
με την ομάδα παραγωγής δημιούργησαν το προϊόν Green Cola, σε μια
αγορά με το 80% του μεριδίου να κατέχεται από τον ηγέτη-πολυεθνική εταιρεία του
κλάδου. Βασικό πλεονέκτημα της Green Cola είναι η διαφοροποίηση, τόσο σε γεύση
όσο και σε συστατικά, με έμφαση στις φυσικές πρώτες ύλες που εισάγουν τον
συνδυασμό του αναψυκτικού με την υγιεινή διατροφή.
Χρειάστηκαν
έξι μήνες δοκιμών στο εργαστήριο της Ορεστιάδας, ενώ υπήρξε συνεργασία και με
το Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Αναπτύχθηκαν διαφορετικές γευστικές εκδοχές του
αναψυκτικού και τοποθετήθηκαν σε καταστήματα εν είδη «τυφλής έρευνας αγοράς»
από τους καταναλωτές.
Χάρη στην
αγαστή σχέση και στη συνεργασία που είχε με τα σούπερ μάρκετ, μέσω της
παραγωγής των αναψυκτικών ιδιωτικής ετικέτας που παρήγαγε για λογαριασμό
τους μέχρι τότε, το επώνυμο προϊόν της εταιρείας κατάφερε να βρει άμεσα
θέση στο ράφι όλων των μεγάλων αλυσίδων. Με περιορισμένη
διαφημιστική προβολή, που περιορίζονταν στα σημεία πώλησης και με βασικό
σύνθημα «ξεcola και διάλεξε ελληνικά» θα καταφέρει να αποσπάσει ένα
αξιοπρόσεκτο μερίδιο στην αγορά αναψυκτικών. Πέρα όμως από την
ελληνικότητα, προβάλλεται ιδιαίτερα το βασικό του ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, το
στοιχείο ενός πιο «καθαρού» αναψυκτικού, που έχει αντικαταστήσει τα γλυκαντικά
με την φυσική στέβια, χωρίς φωσφορικό
οξύ και με φυσικές αρωματικές ύλες.
Πρόκειται για ένα προϊόν με χαμηλές θερμίδες, με ελάχιστη δηλαδή θερμιδική
επιβάρυνση, σε συσκευασία χρώματος μαύρου-πράσινου, κατάλληλο και για καταναλωτές με ειδικές διατροφικές
ανάγκες, όπως οι διαβητικοί, αλλά και για όσους μέχρι τώρα δεν ήταν καταναλωτές
αναψυκτικών. Εκτός της Green Cola, η συνταγή της οποίας παραμένει
μυστική για προφανείς λόγους, στο εργοστάσιο στην Ορεστιάδα, ένα από τα
τελευταία που λειτουργούν στον βόρειο Έβρο, παράγεται η σειρά «Μπλε»
(πορτοκαλάδα, λεμονάδα, γκαζόζα, βυσσινάδα), όπου η ζάχαρη αντικαταστάθηκε σε
ποσοστό 30% με στέβια, η κλασική κόλα «GR8», σόδα και τόνικ.
Στην Ελλάδα το μερίδιο αγοράς
της Green Cola αυξάνεται συνεχώς στα καταστήματα του οργανωμένου
λιανεμπορίου, ενώ σχεδιάζεται η επέκταση και στα περίπτερα και στους χώρους
μαζικής εστίασης, όπου η παρουσία της σήμερα είναι περιορισμένη. Έχει ήδη
γίνει πανευρωπαϊκή κατοχύρωση του ονόματος και του σήματος της, ενώ
συνεχίζει να προχωρεί με γρήγορα βήματα στο εξωτερικό, έχοντας διεισδύσει
σε Ισραήλ, Κύπρο, Σερβία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Βέλγιο, Σαουδική Αραβία,
Κίνα και Αυστραλία. Το πλάνο
εξωστρέφειας που υλοποιεί η εταιρεία αποσκοπεί στην ολοκληρωμένη παρουσία σε
στοχευμένες αγορές του εξωτερικού.
Στόχος της διοίκησης της εταιρείας,
που εντάχθηκε στο διεθνές δίκτυο της Endeavor, του γνωστού μη
κερδοσκοπικού οργανισμού που βοηθά επιλεγμένους νέους επιχειρηματίες, είναι
μέσω τοπικών εμφιαλωτών του εξωτερικού να δημιουργήσει ένα ισχυρό δίκτυο
ξεκινώντας από τις χώρες, τις αγορές των οποίων γνωρίζουν λόγω της προηγούμενης
εμπειρίας τους στα Βαλκάνια.