Η ιστορία της Louis Vitton

   Αποτελεί το αντικείμενο του πόθου εκατομμυρίων γυναικών σε όλο τον κόσμο και αντιπροσωπεύει το απόλυτο σύμβολο κύρους και κοινωνικής καταξίωσης. Δεν είναι τυχαίο ότι η διάσημη τσάντα Louis Vuitton, το παγκόσμιο λογότυπο ευδαιμονίας, έχει να ανταγωνιστεί κυρίως τον «πλαστό» εαυτό της, καθώς είναι το νούμερο ένα προϊόν που «πλαστογραφείται». Σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς μόλις το 1% των διακινούμενων προϊόντων της είναι γνήσια, ενώ το 2004 το 18% των προϊόντων-μαϊμού που κατασχέθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν Louis Vuitton.
   Όλα αυτά βέβαια δεν τα γνώριζε ο γενάρχης της εταιρείας, ο Λουί Βιτόν όταν στα μέσα του 19ου αιώνα θα άνοιγε μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση στην εμπορική καρδιά του Παρισιού. Γεννημένος το 1821 σε ένα χωριό της ανατολικής Γαλλίας, είχε την ατυχία να χάσει τη μητέρα του σε νεαρή ηλικία. Ο αγρότης πατέρας του παντρεύτηκε ξανά, με την μητριά του να είναι ιδιαίτερα αυστηρή και σκληρή απέναντι στο μικρό. Αποφασισμένος να εγκαταλείψει την πατρική εστία, αναζήτησε, σε ηλικία 14 ετών, την τύχη του στο Παρίσι. Ανήμπορος να καλύψει τα οδοιπορικά του, διανύει τα 460 χιλιόμετρα της διαδρομής πεζοπορώντας. Ταξιδεύει για δύο περίπου χρόνια κάνοντας στο διάβα του μια σειρά από δουλειές του ποδαριού για να εξασφαλίσει τροφή και στέγη.
   Η εργασιακή του εμπειρία εγκαινιάζεται το 1837 όταν προσλαμβάνεται ως μαθητευόμενος σε μια εταιρεία που κατασκευάζει είδη ταξιδιού και πακετάρει ενδύματα, επάγγελμα εξαιρετικά αξιοσέβαστο τα χρόνια εκείνα. Η τύχη θα του χαμογελάσει το 1852 όταν η σύζυγος του Ναπολέοντα του τρίτου τον χρίζει τον προσωπικό της βοηθό με αρμοδιότητα «το πακετάρισμα των πιο όμορφων ρούχων με μοναδικό, εκλεπτυσμένο τρόπο».
   Μυημένος στα κόλπα της τέχνης και έχοντας αποκτήσει διασυνδέσεις με την ελίτ του Παρισιού, στήνει το 1854 τη δική του εταιρεία κατασκευής μπαούλων και βαλιτσών. Στην πινακίδα έξω από το εργαστήριο διαβάζει κανείς: «πακετάρουμε με ασφάλεια τα πιο εύθραυστα αντικείμενα». Ειδικεύεται στο πακετάρισμα ενδυμάτων σε μια εποχή όπου η υψηλή ραπτική κάνει τα πρώτα της βήματα με την οργάνωση και μεταφορά του ιματισμού να αποτελεί έναν δυσεπίλυτο γρίφο για την αριστοκρατία της εποχής. Ενδεικτικά η Σάρα Μπερνάρ, η θρυλική ιέρεια του θεάτρου, χρησιμοποιούσε περισσότερα από 200 χειροποίητα μπαούλα για τις προσωπικές της αλλαξιές κατά την διάρκεια της περιοδείας της στη Βραζιλία.
   Σε αντίθεση με τα βαριά, δερμάτινα σεντούκια με το θολωτό σχήμα προκειμένου να μην συγκρατούν το νερό, τα ελαφριά και αεροστεγή σεντούκια του Λουί Βιτόν, από γκριζωπό, αδιάβροχο, ελαφρύ κερωμένο καμβά δεν θα αργήσουν να ξεχωρίσουν για την ποιότητα, το φινίρισμα και τον επώνυμο χαρακτήρα τους καθώς έφεραν εκτός των άλλων τους θυρεούς και τα μονογράμματα των υποψήφιων αγοραστών τους – η διάσημη σφραγίδα «LV» προστέθηκε το 1896. Μία εξίσου σημαντική καινοτομία που τον διαφοροποίησε από τους ανταγωνιστές ήταν το ορθογώνιο σχήμα των μπαούλων του –κατά πολλούς, ο Βιτόν θεωρείται ο σκαπανέας της μοντέρνας βαλίτσας- χάρη στο οποίο θα μπορούσαν να στοιβαχθούν και να μεταφερθούν με ευκολία με το σιδηρόδρομο ή το ατμόπλοιο.
    Τα επόμενα χρόνια η ανάπτυξη των μεταφορικών μέσων καθώς και η ανάγκη για ταξίδια και τουρισμό κατέστησαν περιζήτητα τα προϊόντα του Λουί Βιτόν, παρακινώντας τον να ανοίξει το πρώτο του υποκατάστημα στο Λονδίνο, κάνοντας ουσιαστικά το πρώτο βήμα προς την κατάκτηση του κόσμου. Ο ίδιος, ωστόσο, δεν θα προλάβει να βιώσει αυτή την καταξίωση καθώς φεύγει από τη ζωή το 1892 σε ηλικία 71 ετών.
   Ο γιος του, Ζορζ Βιτόν, ήταν αυτός που θα απογειώσει την εταιρεία και θα την κάνει γνωστή σε όλο τον κόσμο. Συμμετέχει στην Παγκόσμια Έκθεση στο Σικάγο το 1893, κατοχυρώνει τη διάσημη σφραγίδα το 1896, ταξιδεύει ανά την Αμερική πουλώντας τα προϊόντα του, ενώ έως το 1914 ανοίγει υποκαταστήματα στη Λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων, το μεγαλύτερο τότε κατάστημα με ταξιδιωτικά είδη στον κόσμο, σε Νέα Υόρκη, Βομβάη, Μπουένος Αιρες, Ουάσινγκτον και Αλεξάνδρεια.  
   Την εποχή εκείνη, σε μια προσπάθεια να ικανοποιήσει συγκεκριμένες ανάγκες, λανσάρει τις τσάντες Steamer Bags, που μπορούσαν να χωρέσουν σε μια μεγάλη βαλίτσα ρουχισμού, και αρκετά αργότερα, το 1932, τις Noe Bags, τσάντες μεταφοράς σαμπάνιας, που ακόμη και σήμερα είναι δημοφιλείς ως τσάντες χειρός. Το 1936 ο Ζορζ Βιτόν αφήνει την τελευταία του πνοή παραχωρώντας τη θέση του στον γιο του και εγγονό του ιδρυτή Γκάστον-Λουί Βιτόν. Κατά τη θητεία του, ωστόσο, η Louis Vitton θα βιώσει μία από τις πιο μελανές σελίδες της ιστορίας της συνεργαζόμενη με τους Ναζί και με το κατοχικό καθεστώς του Βισσύ. Λέγεται ότι η οικογένεια Βιτόν πλούτισε από τις συνδιαλλαγές της με τους Ναζί, που επισφραγίστηκε με την ανέγερση εργοστασίου που παρήγαγε αποκλειστικά αντικείμενα προς τιμήν του Φιλίπ Πετέν, του Γάλλου στρατηγού που είχε συνθηκολογήσει με τους Γερμανούς, συμπεριλαμβανόμενων περισσοτέρων από 2.500 χιλιάδων προτομών.
   Το 1987 η Louis Vuitton απώλεσε τον οικογενειακό της χαρακτήρα. Συνενώθηκε με την εταιρεία ποτών Moet et Chandon and Hennessy και σήμερα είναι γνωστή με την επωνυμία LVMH. H εταιρεία, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει διεισδύσει με ένταση σε πολλά υποσχόμενες αγορές όπως είναι η Κίνα και η Ινδία, ελέγχεται από το όμιλο Κριστιάν Ντιόρ και τον Γάλλο επιχειρηματία Μπερνάρ Αρνό, έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο.

   Σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει την μάστιγα των απομιμήσεων, διαθέτει τα προϊόντα της αποκλειστικά μέσω των δικών της καταστημάτων (παρεμπιπτόντως, διατηρώντας τον πλήρη έλεγχο κατά τη σχεδίαση, παραγωγή και διανομή, έχει καταφέρει να διευρύνει τα περιθώρια κέρδους της, που είναι τα πιο υψηλά στον κλάδο), με μικρές εξαιρέσεις για κάποιους εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους, ενώ έχει δημιουργήσει ειδικό τμήμα με 60 υπαλλήλους το οποίο συντονίζει στρατιές ντετέκτιβ και δικηγόρων σε όλο τον κόσμο για την προστασία της φήμης της.
Πηγή: "Γνωστά Ονόματα Άγνωστες Ιστορίες 1" (Εκδ. Σταμούλης)




Νεότερη Παλαιότερη
Protopapadakis-biblia