Το καλοκαίρι του 2003, το
εργοστάσιο της Volkswagen στο Μεξικό, το µοναδικό στον κόσµο που εξακολουθούσε
να κατασκευάζει τον παλιό «σκαραβαίο», κυκλοφόρησε µια τελευταία έκδοση ρετρό
και κατέβασε την αυλαία σε µια ιστορία σχεδόν 70 ετών, κατά τη διάρκεια της
οποίας κατασκευάστηκαν 21 εκατοµµύρια οχήµατα – ο τελευταίος «σκαραβαίος» που
βγήκε από τη γραµµή παραγωγής είχε τον συµβολικό αριθµό 21.000.000 στις
πινακίδες του…
Ο «σκαραβαίος» ήταν το µοναδικό
αυτοκίνητο στον κόσµο που συνέχισε να παράγεται για τόσα πολλά χρόνια χωρίς να
αλλάξει ουσιαστικά το βασικό του σχήµα. Όµως οι εποχές αλλάζουν και έτσι
–παρότι διέθεσε 1,5 εκατοµµύριο οχήµατα στην αγορά του Μεξικού, όπου το 70% των
νοικοκυριών που διαθέτουν αυτοκίνητο είχαν ή έχουν «σκαραβαίο»– δεν µπόρεσε να
ανταγωνιστεί τα πιο σύγχρονα αµάξια της κατηγορίας του µε κλιµατισµό, άνετους
χώρους και µηχανή νέας τεχνολογίας.
Το «κύκνειο άσµα» ήταν η απόφαση
της τοπικής κυβέρνησης της πόλης του Μεξικού να παραχωρήσει άδειες µόνο σε ταξί
µε τέσσερις πόρτες. Έως τότε όλα τα πράσινα ταξί και τα περιπολικά ήταν
«σκαραβαίοι». Έτσι, οι πωλήσεις από το 2000 ως το 2002 έπεσαν στο µισό (24.500
αυτοκίνητα) και η Volkswagen αποφάσισε να βάλει τέλος στο θρύλο.
Ουκ ολίγα ήταν τα κατορθώµατα του
δηµοφιλούς µοντέλου. Το 1960 εφοδιασµένος µε µια προπέλα «κολύµπησε» στο λιµάνι
της Νέας Υόρκης. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέµου, πολλοί Ανατολικογερµανοί
είχαν διαµορφώσει κατά τέτοιο τρόπο το ρεζερβουάρ του, ώστε να δηµιουργήσουν
αρκετό χώρο για να κρυφτεί ένας άνθρωπος, καταφέρνοντας έτσι να φυγαδεύσουν
περίπου 50 άτοµα στην άλλη πλευρά του Τείχους του Βερολίνου, πριν από την
κατάρρευσή του το 1989.
Η ιστορία του «σκαραβαίου»
ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1930, σε μια εποχή όπου στην Γερμανία
μόνο ένας στους 50 διέθετε αυτοκίνητο, όταν ο Χίτλερ ζήτησε, ή µάλλον
απαίτησε, από τον φίλο του, Φέρντιναντ Πόρσε, να σχεδιάσει το απόλυτο
«αυτοκίνητο του λαού» («Volks-wagen»), το οποίο θα µπορούσαν να αγοράσουν οι
Γερµανοί εργάτες µε κουπόνια, με τη διαφήμιση-προπαγάνδα να τονίζει: «Αν βάλεις
στην άκρη 5 μάρκα τη βδομάδα, θ’ αποκτήσεις το δικό σου αυτοκίνητο».
Ο Χίτλερ, αν και δεν διέθετε
δίπλωµα οδήγησης, είχε θέσει τέσσερις απαράβατους όρους: να µεταφέρει άνετα δύο
ενήλικες και τρία παιδιά, να πιάνει τα 100 χιλιόµετρα, να κοστίζει 1.000 µάρκα
εποχής, δηλαδή ελάχιστα παραπάνω από µια µοτοσικλέτα και τέλος, να
κατασκευάζεται σε αλυσίδα παραγωγής, όπως τα αυτοκίνητα του Φορντ, τον οποίο
ανέκαθεν εθαύµασε.
Ο «σκαραβαίος» πρωτοεµφανίστηκε
το 1938 ως «KDF Wagen» («Kraft Durch Freude Wagen», «δύναµη µέσα από
ευχαρίστηση» – ένα όνοµα που επέλεξε ο Χίτλερ παρά τις σοβαρές επιφυλάξεις του
Πόρσε), εκπλήσσοντας ευχάριστα τους παρευρισκόµενους. Με το ξέσπασµα του
πολέµου είχαν ήδη παραχθεί 200 αυτοκίνητα, όχι για το λαό αλλά για τους
αξιωµατικούς των Ναζί, ενώ, πριν το εργοστάσιο καταστραφεί από τους Συµµάχους,
είχαν κατασκευαστεί διάφορα στρατιωτικά µοντέλα (ανάµεσα τους και ένα που
επέπλεε στο νερό), τα οποία ανταποκρίθηκαν µε επιτυχία στις δύσκολες
καταστάσεις του πολέµου.
Η µαζική παραγωγή ξεκίνησε υπό
την επίβλεψη των Συµµάχων στο Βόλσµπουργκ µετά το τέλος του πολέµου και
αποτέλεσε το πρώτο βήµα προς την εξέλιξη της Γερµανίας σε µια σηµαντική
βιοµηχανική και οικονοµική δύναµη. Είχε προηγηθεί η προσπάθεια των Βρετανών να
πουλήσουν το εργοστάσιο στην Ford, χωρίς όµως αποτέλεσµα. O Χένρι Φορντ ο
νεότερος είχε δηλώσει τότε ότι «ο σαπιο-σκαραβαίος δεν άξιζε ως επένδυση» – σε
µία δήλωσή του σε γερµανικό περιοδικό, 25 χρόνια αργότερα, δήλωσε ότι δεν το
µετάνιωσε, αφού ένα τέτοιο αυτοκίνητο δεν ταίριαζε στο όραµα της Ford …
Καθώς η δηµοτικότητά του
αυξανόταν (από µερικές εκατοντάδες αυτοκίνητα το 1946 στα 46.000 το 1949), ο
«σκαραβαίος» έγινε στην Ευρώπη το αυτοκίνητο της εξεγερµένης µεταπολεµικής
γενιάς, για την οποία αντιπροσώπευε την ελευθερία από τους αυστηρούς
κοινωνικούς περιορισµούς της εποχής. Στις ΗΠΑ, αν και αρχικά αντιµετώπισε
προβλήµατα (λόγω σχήµατος, µεγέθους και διασύνδεσης µε το ναζιστικό καθεστώς),
εντούτοις το 1959 µε µία εμβληματική έντυπη διαφηµιστική εκστρατεία με σλόγκαν
«think small» (που προέτρεπε τους Αμερικάνους να αντιληφθούν τα προτερήματα
ενός μικρού αυτοκινήτου), που ψηφίστηκε ως η καλύτερη διαφήμιση του 20ού αιώνα,
κάµφθηκαν οι αµφιβολίες και σύντοµα έγινε το πρώτο σε παραγγελίες εισαγόµενο
αυτοκίνητο.
Το 1978, το «αµάξι του λαού»
θεωρήθηκε ξεπερασµένο για τα ευρωπαϊκά δεδοµένα και έτσι το γερµανικό
εργοστάσιο σταµάτησε την παραγωγή και στράφηκε σε άλλα µοντέλα, ενώ η διάθεση
του συνεχίστηκε µόνο από τα εργοστάσια του Τρίτου Κόσµου. Το 1996, το
εργοστάσιο στη Βραζιλία σταµάτησε την παραγωγή του και αναδιαρθρώθηκε για την
παραγωγή του νέου Βeetle και έτσι έµεινε το Μεξικό ως η µοναδική χώρα στην
οποία κατασκευαζόταν και πωλείτο το παλιό µοντέλο. Το οριστικό τέλος γράφτηκε
το καλοκαίρι του 2003, οπότε έκλεισε και το τελευταίο εργοστάσιο, αφού πρώτα
βγήκε µια συλλεκτική σειρά 3.000 αυτοκινήτων.
Το «κατσαριδάκι» (από την ταινία
του Disney «Κατσαριδάκι, Αγάπη µου», όπου ο Χέρµπι, ένας «σκαραβαίος»,
µπλέκεται σε τρελές περιπέτειες και στο τέλος κερδίζει και ένα… ράλλυ), µε το
ιδιόµορφο θολωτό σχήµα, τη µηχανή στο πίσω µέρος και τους ιδιαίτερους
συµβολισµούς που το συνόδευσαν στην σχεδόν 70χρονη ιστορική του πορεία, έδωσε
τη σκυτάλη στο Beetle µε τα ηλεκτρονικά κυκλώµατα, την αθόρυβη µηχανή και την
τσουχτερή τιµή.
Πηγή: "Γνωστά Ονόματα, Άγνωστες Ιστορίες 1" (Εκδ. Σταμούλης, 2015)
Πηγή: "Γνωστά Ονόματα, Άγνωστες Ιστορίες 1" (Εκδ. Σταμούλης, 2015)