Την επόμενη φορά που θα φάτε ένα σουβλάκι, μην
ξεχάσετε ότι κατά ένα μεγάλο ποσοστό δεν είναι ελληνικό, αλλά δανέζικο! Ναι,
σωστά το διαβάσατε. Η κύρια πρώτη ύλη από το ελληνικό σουβλάκι, που είναι το
χοιρινό κρέας, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα είναι ελληνικής προέλευσης.
Με απλά λόγια, από τους 300.000 τόνους χοιρινού
κρέατος που καταναλώνουμε σε ετήσια βάση (η Ελλάδα είναι η 7η χώρα
με την μεγαλύτερη κατά κεφαλή κατανάλωση κόκκινου κρέατος στον κόσμο, αρκετά
μπροστά και από τους κρεατοφάγους Αμερικάνους, που καταναλώνουν 88 κιλά το
χρόνο έναντι 100 του Έλληνα – σ.σ. πριν 60 χρόνια η κατά κεφαλή κατανάλωση
κρέατος στην Κρήτη δεν ξεπερνούσε τα 13 κιλά το χρόνο), εισάγουμε τους 190.000,
κυρίως από μία δανέζικη επιχείρηση, καθώς και από άλλες δύο, μία γερμανική και
μία ολλανδική.
Ξοδεύουμε λοιπόν περίπου μισό δις. το χρόνο για
να εισάγουμε τα 2/3 χοιρινού που καταναλώνουμε, προκείμενου να φτιάξουμε και το
ελληνικό σουβλάκι. Είναι κοινώς αποδεκτό ότι, αν η χώρα μας επιστρέψει στη
δραχμή, το σουβλάκι θα είναι απλησίαστο.
Πώς όμως εξηγείται αυτό το παράδοξο; Η απάντηση
είναι απλή. Οι κοινοτικές επιδοτήσεις που έλαβε η Δανία τη δεκαετία του ’80 από
την ΕΟΚ (μετέπειτα Ε.Ε), σε αντίθεση με τη χώρα μας όπου όλοι λίγο-πολύ γνωρίζουμε
που κατέληξαν, έπιασαν τόπο, καθώς πραγματοποιήθηκαν στοχευμένες επενδύσεις. Ως
εκ τούτου, η Δανία σήμερα πρωταγωνιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο στην παραγωγή
βουτύρου, κρέατος, γαλακτοκομικών προϊόντων, αλλά και απομιμήσεων φημισμένων
τυριών, όπως το ροκφόρ και η φέτα.
Δεν είναι τυχαίο, ότι η ελληνική βιομηχανία του
τουρισμού εισάγει σχεδόν όλα αυτά τα αγαθά. Κοινώς, σερβίρονται στους επισκέπτες
ελληνικά προϊόντα (π.χ. δανέζικη «φέτα» στη χωριάτικη σαλάτα) που παράγονται
στο εξωτερικό. Αν σε όλα αυτά προστεθεί και η απίστευτη ιστορία με τους προκάτ μουσακάδες
και τα ψωμάκια για πρωινό από την Κίνα, που σέρβιραν πέρυσι πολλοί ξενοδόχοι
στη Ρόδο, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι η έννοια της παγκοσμιοποίησης έχει μπει για
τα καλά στη ζωή μας.