Σήµερα η µάρκα Gucci αποτελεί συνώνυµο του
στυλ στις γυναικείες τσάντες, στα υποδήµατα και στη µόδα. Αποτελεί όµως και
απόδειξη της επιτυχηµένης πορείας ενός ανθρώπου, του Γκούτσιο Γκούτσι, που
ξεκίνησε την καριέρα του πλένοντας πιάτα σ’ ένα ξενοδοχείο για να φθάσει να
«συναλλάσσεται» µε την αριστοκρατία και να διοικεί έναν από τους πιο γνωστούς
οίκους µόδας.
Ο ιδρυτής του διάσηµου πλέον οίκου µόδας, ο Γκούτσιο
Γκούτσι, γεννήθηκε το 1881 στη Φλορεντία της Ιταλίας. Ο πατέρας του, που είχε
επιχείρηση κατασκευής καπέλων, έσπρωξε τον νεαρό σε αναζήτηση καλύτερης τύχης
όταν η επιχείρησή του πτώχευσε. Τότε ο Γκούτσι πήγε στο Λονδίνο, όπου κατέληξε
να δουλεύει στη λάντζα του πολυτελούς ξενοδοχείου Savoy, το οποίο εκείνη την εποχή προσέλκυε την αριστοκρατία
από Ευρώπη και Αµερική, χάρη κυρίως στη φήµη του καταπληκτικού σεφ Σέζαρ Ριτζ.
Ο νεαρός λαντζέρης θα µάθαινε πολλά δίπλα στον διάσηµο
σεφ, που γνώριζε πολύ καλά πώς να ικανοποιήσει τις ανάγκες και τις επιθυµίες
της ευκατάστατης πελατείας του. Σύντοµα «προάχθηκε» σε σερβιτόρο, ένα πόστο που
θα του επέτρεπε να παρατηρεί από πρώτο χέρι τον τρόπο ζωής και τις συνήθειες
του διεθνούς τζετ σετ. Αυτό όµως που του είχε κάνει εντύπωση ήταν οι
πολυτελείς, δερµάτινες αποσκευές των πελατών του ξενοδοχείου, φτιαγµένες στο
χέρι από εξειδικευµένους τεχνίτες από όλη την Ευρώπη. Αντιλήφθηκε, λοιπόν, ότι
η ανώτερη κοινωνική τάξη αναζητά τη µοναδικότητα και ξοδεύει ακατάπαυστα για να
αποκτήσει αγαθά πολυτελείας.
Μετά από τρία χρόνια σκληρής δουλειάς και έχοντας
καταφέρει να µαζέψει µερικά χρήµατα, ο Γκούτσι επιστρέφει στη γενέτειρά του, σε
µια προσπάθεια να ξεκινήσει µια νέα ζωή. Εκεί παντρεύτηκε µια νεαρή ράπτρια, µε
την οποία απέκτησε τέσσερις γιους και µία κόρη. Όµως, η πολυπληθής οικογένεια,
στην οποία προστέθηκε και ένα υιοθετηµένο αγοράκι, θα αντιµετώπιζε έντονο
πρόβληµα επιβίωσης τα επόµενα χρόνια και κυρίως κατά τη διάρκεια του Α’
Παγκοσµίου Πολέµου, όταν ο πατριάρχης της, που µέχρι τότε εργαζόταν σ’ ένα
µαγαζί µε αντίκες, στρατεύτηκε για να πολεµήσει µε τον ιταλικό στρατό.
Μετά τον πόλεµο, ο Γκούτσι, ενθυµούµενος την εµπειρία του
στο Λονδίνο, απασχολήθηκε σε µια εταιρεία που ειδικευόταν στην παραγωγή
δερµάτινων προϊόντων υψηλής ποιότητας. Εκεί, ο ιδιοκτήτης θα τον µυούσε στον
κόσµο του δέρµατος και σύντοµα θα του ανέθετε να διοικήσει ένα νέο υποκατάστηµα
στη Ρώµη. Όµως, το 1921, ο 40χρονος πρώην λαντζέρης ήταν πια έτοιµος να
ακολουθήσει το δικό του επιχειρηµατικό όνειρο. Με την παραίνεση της συζύγου του
και µε 30.000 λίρες στη τσέπη, άνοιξε ένα µικρό κατάστηµα δερµάτινων ειδών στη
Φλορεντία, απευθυνόµενο κυρίως στους πλούσιους Βρετανούς τουρίστες που
κατέκλυζαν την πόλη στη δεκαετία του 1920.
Το ταλέντο του Γκούτσι στην κατασκευή ποιοτικών
δερµάτινων αγαθών, κυρίως πολυτελών τσαντών και αποσκευών, σύντοµα θα
αναγνωριζόταν από την πελατεία του, αποκτώντας φήµη που σύντοµα θα ξεπερνούσε
τα σύνορα της χώρας. Γνωρίζοντας ο Ιταλός έµπορος ότι οι πελάτες του εκτιµούν
ιδιαίτερα οτιδήποτε ήταν εξαιρετικά ακριβό, ανέβασε κατακόρυφα τις τιµές των
προϊόντων του. Το κατάστηµά του συνέχισε να ευηµερεί, µέχρι τουλάχιστον τη
στιγµή που ο Μπενίτο Μουσολίνι θα απαγόρευε την εισαγωγή δέρµατος από την
Βρετανία. Τότε, χωρίς να χάσει χρόνο, αποφάσισε να ξεκινήσει να εκτρέφει δικά
του ζώα, εξασφαλίζοντας έτσι την πολυπόθητη πρώτη ύλη για τα προϊόντα του.
Αν και ο Β’ Παγκόσµιος Πόλεµος αποτέλεσε ισχυρό ράπισµα
για την κερδοφορία της επιχείρησης, που ήδη αριθµούσε δύο καταστήµατα, ο
Γκούτσι επέστρεψε στην επιχειρηµατική δράση προσελκύοντας πια Αµερικάνους
στρατιώτες, που αγόραζαν διάφορα δερµάτινα είδη για τις µητέρες και τις
συζύγους τους. Μετά τον πόλεµο και µε τη βοήθεια του
µεγαλύτερου γιου του Άλντο, άρχισε να δηµιουργεί το µύθο σχετικά µε τα προϊόντα της εταιρείας, που πλέον έφεραν το διακριτικό σήµα GG (τα αρχικά του ιδρυτή).
µεγαλύτερου γιου του Άλντο, άρχισε να δηµιουργεί το µύθο σχετικά µε τα προϊόντα της εταιρείας, που πλέον έφεραν το διακριτικό σήµα GG (τα αρχικά του ιδρυτή).
Την ίδια εποχή κυκλοφορεί η φήµη ότι οι Γκούτσι υπήρξαν
οι αποκλειστικοί προµηθευτές σελλών και σαµαριών των πιο αριστοκρατικών
οικογενειών της Φλορεντίας. Αυτός ο µύθος ανέβασε πολύ τους Γκούτσι στην
εκτίµηση των πελατών τους, ενώ προσέλκυσε διασηµότητες από όλο τον κόσµο, όπως
η Βασίλισσα της Αγγλίας, η Ελεανόρ Ρούσβελτ, η Ελίζαµπεθ Τέιλορ και η Γκρέις
Κέλι.
Γνωρίζατε ότι...
Μία φορά η
Γκρέις Κέλι έσπευσε στο κατάστηµα σε κατάσταση πανικού για να αγοράσει ένα δώρο
για κάποιον φίλο της που παντρευόταν. Αναζητούσε εναγωνίως ένα µαντήλι µε
λουλούδια, το οποίο ο Γκούτσι µπορεί να µη διέθετε, όµως της υποσχέθηκε ότι θα
της φτιάξει ένα πάραυτα. Το συµβάν αυτό πήρε τέτοιες διαστάσεις που σύντοµα
όλοι ήθελαν να αγοράσουν ένα µαντήλι µε λουλούδια.
Με το θάνατο του Γκούτσιο Γκούτσι το 1953, θα ξεκινήσει
µια καινούργια εποχή για την εταιρεία, η οποία, υπό τη διοίκηση του Άλντο
Γκούτσι, θα µεταµορφωνόταν σε διεθνή οίκο µόδας. Όµως, αυτή η νέα εποχή
δηµιούργησε τριγµούς στο οικοδόµηµα, όχι τόσο στην επιχειρηµατική αρένα, όσο
στις σχέσεις των απογόνων του ιδρυτή, οι οποίοι ενεπλάκησαν σε απίστευτες
ενδοοικογενειακές συγκρούσεις, που «σηµαδεύτηκαν» ακόµη και µε φόνο.
Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση ενός µέλους της οικογένειας που κατήγγειλε στην
αστυνοµία ότι σε µια συνεδρίαση του οικογενειακού διοικητικού συµβουλίου του
Οίκου έπεσε θύµα άγριου ξυλοδαρµού από τους υπολοίπους. Δυστυχώς, φαίνεται πως
η επιτυχία µερικές φορές έχει και το τίµηµά της.
Πηγή: Γνωστά Ονόματα Αγνωστες Ιστορίες 3 (Πρωτοπαπαδάκης Ιωάννης, εκδ. Σταμούλης)