Στα μέσα της
δεκαετίας του ’90, όταν πλέον είχαν κυριαρχήσει τα ξένα σήματα στην ελληνική
αγορά, το τέλος της δυναστείας της οικογένειας Παπαστράτου ήταν πια πολύ κοντά.
Μόνο ο Αναστάσιος Παπαστράτος είχε μείνει για να κρατήσει το όνομα ψηλά, ο
οποίος ήταν αποφασισμένος να μην ενδώσει στις δελεαστικές προτάσεις της Philip Morris. Με το θάνατό του όμως, στις 9 Ιουλίου του 1998, θα άνοιγε η κεκρόπορτα
ώστε η ιστορική επιχείρηση να περάσει σε ξένα χέρια.
Η
επιχειρηματική ιστορία της οικογένειας Παπαστράτου είναι ταυτισμένη με τον
καπνό και το τσιγάρο. Πρωτεργάτης της προσπάθειας αυτής ήταν ο Ευάγγελος
Παπαστράτος, το νεαρότερο από τα τέσσερα αγόρια –και ένα κορίτσι- ενός
παντοπώλη από το Αγρίνιο. Ο νεαρός δεν θα κατάφερνε ποτέ να σπουδάσει και θα
έμπαινε στη βιοπάλη από νωρίς. Εξάλλου, τα οικονομικά της οικογένειας, μετά τον
αιφνίδιο θάνατο του πατέρα τους και την ‘’καταλήστευση’’ της περιουσίας του από
τους συγχωριανούς του, ήταν εξαιρετικά περιορισμένα.
Αν και η
μητέρα του τον προόριζε για παπά, ο Ευάγγελος είχε άλλα σχέδια. Σε μια περιοχή
φημισμένη για τον καπνό της, η πρώτη του επαφή με τα καπνόφυλλα και τα τσιγάρα
δεν θα αργούσε όχι μόνο να έρθει, αλλά να ορίσει και σε μεγάλο βαθμό τη μοίρα
όλης της οικογένειας Παπαστράτου.
Η
επαγγελματική του σταδιοδρομία ξεκινάει το 1896, σε ηλικία 12 ετών, όταν θα
απασχοληθεί ως μαθητευόμενος σε εμπορικό κατάστημα της περιοχής. Η αυγή του
νέου αιώνα τον βρίσκει να εργάζεται σε μια καπνεμπορική εταιρεία, από την οποία
αποχωρεί το 1906 και με 3.000 δανεικές δραχμές μπαίνει συνεταίρος σε μια
νεοσύστατη εταιρεία με παρεμφερές αντικείμενο. Ξεκινάει μάλιστα και το
κάπνισμα, προκειμένου να πείσει τους πελάτες του για την ποιότητα των καπνών
που εμπορευόταν.
Το 1913
πείθει τον αδερφό του Σωτήρη να παρατήσει την στρατιωτική καριέρα και να
ιδρύσουν από κοινού μια εταιρεία εμπορίας καπνού, προάγγελο ουσιαστικά της
μεγάλης καπνοβιομηχανίας. Τα δύο αδέρφια ταξιδεύουν στο εξωτερικό όπου
δημιουργούν στέρεες βάσεις συνεργασίας με μεγάλους καπνεμπορικούς οίκους,
προβάλλοντας την ποιότητα των καπνών του Αγρινίου. Χάρη σε μια μεγάλη παρτίδα
καπνού που αγοράστηκε φθηνά και πουλήθηκε σε ιδιαίτερα υψηλές τιμές, τα κέρδη
αυξάνονται κατακόρυφα, προσελκύοντας στην επιχείρηση τα υπόλοιπα δύο αδέρφια,
Επαμεινώνδα και Ιωάννη.
Τίποτα δεν
φαίνεται ικανό να ανακόψει την ορμή των τεσσάρων αδερφών, ούτε καν ο Α’
Παγκόσμιος Πόλεμος ή η Μικρασιατική Καταστροφή, όταν κάηκαν 300.000 κιλά καπνά
καλής ποιότητας που βρίσκονταν στο υποκατάστημα στη Σμύρνη. Μεγάλες
καπναποθήκες δημιουργούνται σε διάφορα σημεία της χώρας, ενώ γραφεία ιδρύονται
και στο εξωτερικό, όπου διοχετεύεται το 10%, περίπου 3.400 τόνοι, των συνολικών
εξαγωγών καπνού.
Όταν κάποια
στιγμή οι εξαγωγές συρρικνώθηκαν, τα αδέρφια έκριναν πως είχε φθάσει η ώρα για
να δημιουργήσουν μια βιομηχανία σιγαρέτων στην Ελλάδα. Πράγματι, το 1930
συστήνεται η ‘’Παπαστράτος Ανώνυμη Βιομηχανική Εταιρεία Σιγαρέτων’’, ενώ ένα
χρόνο μετά γίνονται τα εγκαίνια του υπερσύγχρονου εργοστασίου -το οποίο
χαρακτηρίζεται από τις εφημερίδες της εποχής ως εφάμιλλο ή και καλύτερο των
ευρωπαϊκών- από τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Σύντομα η
επιχείρηση γιγαντώνεται, φθάνοντας να απασχολεί έως 100.000 άτομα. Είναι πλέον
η μεγαλύτερη ελληνική βιομηχανία και η πρώτη που υιοθετεί την χορήγηση προίκας
στις κόρες των εργαζομένων της, καθώς και τη χορήγηση μπόνους στα στελέχη της.
Τα τέσσερα
αδέρφια, όμως, εξακολουθούν να λοξοκοιτάζουν προς το εξωτερικό, όπου κάνουν
φιλότιμες προσπάθειες για να διαδώσουν τα καπνά τους. Πρώτιστα, στη Γερμανία,
όπου αναγείρουν εργοστάσιο το 1933. Για κακή τους τύχη, όταν ανέβηκε ο Χίτλερ
στην εξουσία, το κλίμα έγινε ιδιαίτερα εχθρικό, με αποτέλεσμα το εργοστάσιο να
κλείσει μετά από τέσσερα χρόνια, με ζημιά τόσο σημαντική που εκμηδένισε τα
κέρδη μιας δεκαετίας. Την ίδια τύχη είχε και η επένδυση στην Αίγυπτο, όπου
εξαγοράστηκε μια παλιά ελληνική καπνοβιομηχανία. Όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο
Ε. Παπαστράτος, «ύστερα από αγώνα 18 περίπου ετών, δαπανηρότατο, αναγκαστήκαμε
και εμείς να σταματήσουμε τη λειτουργία του εργοστασίου μας του Καΐρου».
Η συνέχεια,
όμως, ήταν ακόμη πιο δύσκολη. Το 1940, η οικογένεια γίνεται φτωχότερη, αφού
αφήνει την τελευταία του πνοή στο εργοστάσιο, σε ηλικία 57 ετών, ο Σωτήρης
Παπαστράτος. Ένα χρόνο μετά, οι Γερμανοί δεσμεύουν 1.500.000 κιλά
καπνού που προορίζονταν για εξαγωγή. Ακολουθεί ο εμφύλιος διχασμός, οπότε το
εργοστάσιο βομβαρδίζεται πρώτα από αγγλικά πλοία και μετά, όταν το κατέλαβαν οι
Άγγλοι, από τον ΕΛΑΣ.
Τη δεκαετία
του ’50, ξεκινάει η ανάκαμψη της ‘’Παπαστράτος ΑΒΕΣ’’, η οποία κυριαρχεί στον
ελληνικό χώρο με μια σειρά σημάτων που κυκλοφορεί, ενώ παράλληλα εξάγει μεγάλες
ποσότητες καπνών. Πλέον ο Ευάγγελος Παπαστράτος έχει μείνει μόνος μετά το
θάν
ατο του Επαμεινώνδα το 1953 και του Ιωάννη το 1958. Τουλάχιστον μέχρι το 1973, όταν απεβίωσε σε ηλικία 89 ετών, αφήνοντας στο τιμόνι τον Αναστάσιο Παπαστράτο.
Ένα χρόνο
μετά, η ιστορική εταιρεία έρχεται σε συμφωνία με την Philip Morris για την
παραγωγή και διακίνηση του Marlboro στην Ελλάδα.
Τα επόμενα χρόνια, ο αμερικάνικος κολοσσός προσπαθεί να εξαγοράσει ένα
σημαντικό πακέτο μετοχών, όμως προσκρούει στη σθεναρή άρνηση της οικογένειας.
Με το θάνατο όμως του Αναστάσιου Παπαστράτου κλείνει οριστικά ο κύκλος της
οικογένειας στην εταιρεία. Πλέον ο έλεγχός της περνάει σε συγγενείς δευτέρου
και τρίτου βαθμού με διαφορετικά ενδιαφέροντα και πλήρη άγνοια σχετικά με τα
καπνά και τα τσιγάρα. Ήταν απλώς θέμα χρόνου να υποκύψει στον ασφυκτικό
εναγκαλισμό και εν τέλει να εξαγοραστεί, το 2003, από τον πρώην στρατηγικό
συνεταίρο της.
Πηγή: Επιχειρείν αλά ΕλληΝΙΚΑ (Εκδ. Σταμούλης)