Την εικόνα του Ζορμπά στο σινεμά οι ξένοι τη λάτρεψαν – έμοιαζε, άλλωστε, με εκείνη του Αριστοτέλη Ωνάση. Του Ελληνα που ξεκινάει από το τίποτα, κάνει αμύθητη περιουσία, παντρεύεται την Τζάκι Κένεντι, και έχει όλο τον κόσμο στα πόδια του. «Με το “Zorba the Greek”, με τη Μελίνα, με τον Ζυλ Ντασσέν είχαμε κάτι να προτείνουμε στους ξένους», παρατηρεί ο Γ. Ολύμπιος. «Το πρότυπο του Ζορμπά είχε αναφορά στην ελληνική κοινωνία, ήταν ειλικρινής η αγνότητα, η καθαρότητα που εξέπεμπε. Και είχε και λογοτεχνικές αναφορές. Υπήρχαν στην Αγγλία, στη Γερμανία έδρες Ελληνικών Σπουδών, δεν ήταν κάτι το αυθαίρετο ή αφελές», συμπληρώνει. «Γι’ αυτό και είχε τόση πέραση».
Υστερα ήρθε η Χούντα, και η εικόνα άλλαξε: άλλοι μας λυπούνταν, άλλοι ένιωθαν αμηχανία... Ωσπου μπήκαμε στην εποχή του «εθνικά υπερήφανου Ελληνα». «Τότε επικράτησε αυτό που ισχύει ακόμα», λέει ο Γ. Ολύμπιος. «Το “εσείς οι ξένοι δεν έχετε λέξη για το φιλότιμο!”. Γίναμε η χώρα της διασκέδασης, του “έξω καρδιά”, των πιάτων που σπάνε. Ως το ’85 αυτή ήταν η αλήθεια της Ελλάδας». Συνδυασμένο με την ομορφιά της χώρας, το μότο «η φτώχεια θέλει καλοπέραση» έδωσε το στίγμα μας για μια πλήρη δεκαετία. Κι ύστερα, άρχισε σιγά σιγά να θολώνει…
«Θυμάμαι πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες ένα αυστραλέζικο σποτ», λέει ο κ. Οικονομίδης. «Τρεις Ελληνες εργάτες κάθονται βαριεστημένοι σ’ ένα ημιτελές στάδιο και τρώνε πατατάκια. Ξαφνικά ακούγεται ένας πυροβολισμός. Εμφανίζονται οι δρομείς, που έρχονται από το βάθος και σαν να ήταν εμπόδια οι Ελληνες εργάτες, πηδάνε από πάνω τους! Αυτή ήταν η εικόνα μας την εποχή που οι ξένοι μας έκαναν διαρκώς συστάσεις πως δεν θα προλάβουμε τους Ολυμπιακούς».
Αλλά τις ημέρες των Αγώνων, όλα άλλαξαν: η τελετή έναρξης έδεσε για πρώτη φορά με μοντέρνο τρόπο την κλασική αρχαιότητα με τη σύγχρονη Ελλάδα. «Για τις 16 μέρες των Αγώνων, κάθε άνθρωπος στον πλανήτη ένιωθε την Ελλάδα σπίτι του». Ο κ. Οικονομίδης ακόμη νοσταλγεί εκείνες τις δύο εβδομάδες – «ήταν η μεγάλη ευκαιρία της χώρας μας να αλλάξει την εικόνα της. Και πήγε χαμένη», λέει. «Δεν είναι μόνο που όλο αυτό το αφήσαμε να σβήσει», παρατηρεί ο Γ. Ολύμπιος.
"Το χειρότερο είναι πως ενισχύθηκε και η πάγια υποψία των ξένων: ότι πάλι πήγαμε να τους κοροϊδέψουμε και μόνο μετά τις δικές τους κόκκινες κάρτες κάναμε όπως έπρεπε τους Ολυμπιακούς Αγώνες.